Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) καλεί τις κεντρικές τράπεζες να επικεντρωθούν περισσότερο στη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς τα επίπεδα πληθωρισμού σε πολλές χώρες έχουν πλέον σταθεροποιηθεί. Στην τελευταία έκδοση της Έκθεσης για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές (WEO) που κυκλοφόρησε την Τρίτη, το Ταμείο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, αλλά τόνισε ότι οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις και η επέκταση του προστατευτισμού συνιστούν σοβαρούς κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία, η οποία αντιμετωπίζει προκλήσεις στην τόνωση της ανάπτυξης.
Οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ για την παγκόσμια ανάπτυξη παραμένουν στο 3,2% για το 2024 και το 2025, ποσοστά που παραμένουν αμετάβλητα σε σύγκριση με τις προβλέψεις του Ιουλίου και του Απριλίου 2024. Ωστόσο, η εικόνα αυτή κρύβει σημαντικές αναθεωρήσεις για επιμέρους περιοχές. Η αναβάθμιση των προβλέψεων για τις Ηνωμένες Πολιτείες αντισταθμίζεται από τις υποβαθμίσεις για άλλες προηγμένες οικονομίες, ιδίως για τις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι αναδυόμενες αγορές και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες αντιμετωπίζουν, επίσης, προκλήσεις, με διαταραχές στην παραγωγή και τη μεταφορά εμπορευμάτων, κυρίως πετρελαίου, καθώς και με αυξανόμενες συγκρούσεις και ακραία καιρικά φαινόμενα που οδηγούν σε αρνητικές αναθεωρήσεις των προβλέψεων για τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και την υποσαχάρια Αφρική. Αντίθετα, η αναδυόμενη Ασία εμφανίζει καλύτερες προοπτικές λόγω της αυξημένης ζήτησης για ημιαγωγούς και ηλεκτρονικά προϊόντα, ενισχυμένης από επενδύσεις στην τεχνητή νοημοσύνη.
Παρότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει την πρόοδο στη μείωση του πληθωρισμού, προειδοποιεί ότι οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία είναι αυξημένοι. «Πιστεύουμε ότι οι κίνδυνοι είναι κεκλιμένοι προς την αρνητική πλευρά», δήλωσε η αναπληρώτρια διευθύντρια έρευνας του ΔΝΤ, Πέτια Κόεβα-Μπρουκς. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και η αυξανόμενη τάση προς προστατευτικές πολιτικές σε προηγμένες οικονομίες εντείνουν την αβεβαιότητα. Το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι η κλιμάκωση των γεωπολιτικών συγκρούσεων και η αύξηση του προστατευτισμού μπορεί να βλάψουν σημαντικά την ήδη αδύναμη ανάκαμψη. Τέτοιες εξελίξεις ενδέχεται να επιφέρουν σημαντικά πλήγματα στις επενδύσεις και την εμπιστοσύνη, ειδικά σε αναπτυσσόμενες οικονομίες με άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες, οι οποίες κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν εκροές κεφαλαίων και κρίσεις χρέους.
Μία από τις βασικές συστάσεις του ΔΝΤ είναι η προσαρμογή της νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών στις νέες οικονομικές συνθήκες. Το Ταμείο προτείνει να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, ιδίως σε χώρες όπου ο πληθωρισμός έχει σταθεροποιηθεί και δεν αποτελεί πλέον άμεσο πρόβλημα. Αυτή η «στροφή» στις πολιτικές θεωρείται κρίσιμη για τη διατήρηση της ανάπτυξης, καθώς οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να επικεντρωθούν σε μέτρα που θα ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα, αντί να συνεχίσουν την αυστηρή νομισματική πολιτική που εφάρμοζαν για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό τα προηγούμενα χρόνια.
Παράλληλα, το ΔΝΤ προειδοποιεί ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να επιστρέψουν σε αυστηρότερες δημοσιονομικές πολιτικές, κλείνοντας το κεφάλαιο των έκτακτων μέτρων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η δημοσιονομική προσαρμογή κρίνεται απαραίτητη για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους, ενώ παράλληλα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την παραγωγικότητα και θα αυξήσουν την προσφορά εργασίας. Στην Ευρωζώνη, το ΔΝΤ προβλέπει αύξηση μόλις 0,8% για το 2024, αν και αναμένει μια ελαφριά επιτάχυνση στο 1,1% το 2025. Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, που έχουν επιδείξει καλύτερες επιδόσεις στην παραγωγικότητα και την προσφορά εργασίας, αναμένεται να αναπτυχθούν κατά 2,8% φέτος, με επιβράδυνση στο 2,2% το επόμενο έτος.
Αναφορικά με την Κίνα, η έκθεση εκφράζει ανησυχίες για την απόδοση της κινεζικής οικονομίας παρά τις πρόσφατες προσπάθειες του Πεκίνου να την ενισχύσει. Η ανάπτυξη της χώρας αναμένεται να φθάσει μόλις το 4,8% το 2024, κάτω από τον επίσημο στόχο του 5%, και να επιβραδυνθεί περαιτέρω στο 4,5% το 2025. Οι συνεχιζόμενες αδυναμίες στον τομέα των ακινήτων αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιβαρύνουν την κινεζική οικονομία και θα μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην παγκόσμια αγορά, δεδομένου του μεγάλου μεριδίου της Κίνας στο παγκόσμιο εμπόριο.
Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, το ΔΝΤ θεωρεί ότι οι προοπτικές για την παγκόσμια ανάπτυξη παραμένουν μέτριες. Το Ταμείο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 3,1% για τα επόμενα πέντε χρόνια, ένα ποσοστό που θεωρείται χαμηλό σε σύγκριση με τους προ της πανδημίας ρυθμούς. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως η γήρανση του πληθυσμού και η χαμηλή παραγωγικότητα, αναστέλλουν την ανάπτυξη, ενώ οι αυξανόμενες κοινωνικές εντάσεις ενδέχεται να καθυστερήσουν την εφαρμογή απαραίτητων μεταρρυθμίσεων.
Η τελευταία αυτή έκθεση του ΔΝΤ επαναφέρει στο προσκήνιο την ανάγκη για συντονισμένες πολυμερείς προσπάθειες, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που απορρέουν από τον γεωοικονομικό κατακερματισμό και να προωθηθούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα βελτιώσουν την ανθεκτικότητα των οικονομιών απέναντι σε νέες κρίσεις.