Η αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, σύμφωνα με τη μελέτη της McKinsey, δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για την ενεργειακή μετάβαση και τις επενδύσεις στις υποδομές ενέργειας. Μετά από δύο δεκαετίες στασιμότητας στη ζήτηση, κυβερνήσεις και διαχειριστές συστημάτων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν προβλέψει ότι η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί έως και 7% ετησίως μέχρι το 2030.
Ωστόσο, η ανάλυση της McKinsey προτείνει μια πιο συντηρητική εκτίμηση, με την ετήσια αύξηση της ζήτησης να φτάνει μόλις στο 2%. Επιπλέον, σύμφωνα με τη μελέτη, μέχρι και 40% της αναμενόμενης αύξησης μπορεί να μην υλοποιηθεί, γεγονός που θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις. Όπως επισημαίνει η McKinsey, οι υψηλότερες δαπάνες του συστήματος θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ παράλληλα η βιομηχανική αποβιομηχάνιση ενδέχεται να επιταχυνθεί.
Ένας από τους βασικούς παράγοντες που η McKinsey εκτιμά ότι μπορεί να περιορίσει την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης είναι οι υψηλές τιμές της ενέργειας, οι οποίες αυτή τη στιγμή κυμαίνονται από 60 έως 90 ευρώ ανά μεγαβατώρα, σε σύγκριση με τον ιστορικό μέσο όρο των 30 έως 50 ευρώ. Σύμφωνα με τη μελέτη, αυτό το υψηλό κόστος αυξάνει τις δαπάνες παραγωγής της βιομηχανίας, γεγονός που μπορεί να περιορίσει τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας από τον βιομηχανικό τομέα. Η αποβιομηχάνιση, η οποία αποτελεί ήδη πρόβλημα για την Ευρώπη, έχει οδηγήσει πολλές μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες να ανακοινώσουν το κλείσιμο εργοστασίων και τη μεταφορά της παραγωγής τους σε περιοχές με χαμηλότερο κόστος κατά τα έτη 2022 και 2023.
Η μελέτη αναφέρει επίσης ότι, παρόλο που η αυξανόμενη χρήση της ψηφιοποίησης, της τεχνητής νοημοσύνης, των ηλεκτρικών οχημάτων και των αντλιών θερμότητας είχε αρχικά δημιουργήσει ελπίδες για αύξηση της ζήτησης ενέργειας, η υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία τρία χρόνια. Αυτό εγείρει νέα ερωτήματα σχετικά με την πορεία της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2030. Οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή πολιτικών στήριξης και η αβεβαιότητα στις επιχειρηματικές αποφάσεις, όπως υποστηρίζει η McKinsey, συμβάλλουν στην επιβράδυνση αυτών των τεχνολογιών.
Επιπλέον, η McKinsey υπογραμμίζει ότι η σχέση μεταξύ της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία ήταν στενά συνδεδεμένη μέχρι το 2008, έχει εξασθενήσει μετά την οικονομική κρίση. Πριν από το 2008, η αύξηση του ΑΕΠ και της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας συσχετίζονταν άμεσα, με ετήσιο ρυθμό αύξησης άνω του 2% στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Ωστόσο, αυτή η συσχέτιση έχει πλέον αποδυναμωθεί, κυρίως λόγω της στροφής των οικονομιών από τη βιομηχανική παραγωγή στις υπηρεσίες και της βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Σύμφωνα με την ανάλυση, οι επιπτώσεις της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης που προκάλεσε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία επηρέασαν επίσης τη ζήτηση ενέργειας στην Ευρώπη. Η σύγκρουση προκάλεσε σοβαρές ελλείψεις φυσικού αερίου, εκτοξεύοντας τις τιμές του καυσίμου και επιδεινώνοντας την κατάσταση για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες που εξαρτώνται από την ενέργεια. Το υψηλό ενεργειακό κόστος και η περιορισμένη παραγωγική ικανότητα οδήγησαν σε μείωση της παραγωγικότητας σε τομείς όπως ο χάλυβας, τα χημικά και το αλουμίνιο, επιδεινώνοντας την αποβιομηχάνιση και μειώνοντας τη συνολική ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια.
Αν και η McKinsey αναγνωρίζει ότι υπάρχουν προσδοκίες για αυξημένη ζήτηση ενέργειας από την ανάπτυξη τομέων όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, οι αντλίες θερμότητας και η παραγωγή υδρογόνου, η επιβράδυνση στην υιοθέτηση αυτών των τεχνολογιών προκαλεί νέες αβεβαιότητες. Η μελέτη επισημαίνει ότι οι πωλήσεις αντλιών θερμότητας στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά 3% το 2023, ενώ η μείωση πωλήσεων το πρώτο εξάμηνο του 2024 άγγιξε το 47% για ορισμένους κατασκευαστές. Αυτή η επιβράδυνση σχετίζεται με καθυστερήσεις σε πολιτικές στήριξης και με αλλαγές στις επιχειρηματικές συνθήκες. Παράλληλα, η ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα σημείωσε απότομη επιβράδυνση, με την αύξηση των πωλήσεων να μειώνεται από 42% το 2021 σε μόλις 1% το πρώτο μισό του 2024.
Η μελέτη προειδοποιεί ότι η αποβιομηχάνιση συνεχίζεται, με πολλές βιομηχανίες να ανακοινώνουν το κλείσιμο εργοστασίων ή τη μείωση της παραγωγής τους στην Ευρώπη, λόγω των υψηλών παραγωγικών δαπανών και των οικονομικών δυσχερειών. Η McKinsey προβλέπει ότι η παραγωγή χάλυβα και χημικών θα μπορούσε να μειωθεί έως και 10% μέχρι το 2030, περιορίζοντας περαιτέρω τη ζήτηση ενέργειας από αυτούς τους τομείς.
Παράλληλα, η παραγωγή πράσινου υδρογόνου, που αποτελεί κεντρικό στοιχείο της ενεργειακής μετάβασης, αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω του υψηλού κόστους και των καθυστερήσεων στις επενδύσεις. Σύμφωνα με την έκθεση, οι καθυστερήσεις στην ανάπτυξη τεχνολογιών ηλεκτρόλυσης μειώνουν τις προβλέψεις για τη συμβολή του υδρογόνου στη μελλοντική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Υπολογίζεται ότι μόνο το 20% της αναμενόμενης ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας για την παραγωγή υδρογόνου μπορεί να υλοποιηθεί μέχρι το 2030, αν οι τρέχουσες τάσεις συνεχιστούν.
Η μελέτη επισημαίνει ότι η συνολική κατανάλωση ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων στην Ευρώπη, αν και αναμένεται να αυξηθεί, ενδέχεται να μην φτάσει τα επίπεδα που είχαν αρχικά προβλεφθεί. Η ζήτηση ενέργειας από τα κέντρα δεδομένων αναμένεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2030, φτάνοντας περίπου το 5% της συνολικής ευρωπαϊκής κατανάλωσης ενέργειας, αλλά αυτό εγείρει ανησυχίες για την ενεργειακή επάρκεια και την ανάγκη ενίσχυσης των δικτύων.
Η McKinsey καταλήγει στο ότι, αν και η μείωση της ζήτησης μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερες χονδρικές τιμές ενέργειας, αυτό θα μπορούσε να υπονομεύσει την οικονομική βιωσιμότητα των παραγωγικών επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας. Αν οι επενδύσεις σε νέες εγκαταστάσεις παραγωγής δεν αποσβεστούν επαρκώς, οι καταναλωτές μπορεί να βρεθούν αντιμέτωποι με αυξήσεις στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η ενεργειακή μετάβαση της Ευρώπης βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Οι προβλεπόμενες αυξήσεις στη ζήτηση ενέργειας ίσως αποδειχθούν χαμηλότερες από τις αρχικές προβλέψεις, κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει προκλήσεις για το σύστημα ενέργειας και τη γενικότερη οικονομική πορεία της Ευρώπης.