Τα Ηνωμένα Έθνη έδωσαν στη δημοσιότητα τη νεότερη αναφορά για τις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η οποία υπογραμμίζει με ανησυχητικό τόνο ότι η ανθρωπότητα οδεύει προς μια επικίνδυνη αύξηση της θερμοκρασίας, εάν δεν υιοθετηθούν άμεσα πολύ πιο δραστικές πολιτικές μείωσης εκπομπών.
Η φετινή αναφορά του Προγράμματος Περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών, με τίτλο «Emissions Gap Report 2024: No More Hot Air … Please!», προειδοποιεί ότι η αποτυχία ισχυρής δέσμευσης των χωρών κατά τη συνάντηση της COP30, που θα διεξαχθεί το 2025 στη Βραζιλία, θα σημαίνει την οριστική απώλεια των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Ο πλανήτης κινδυνεύει να δει τη θερμοκρασία να αυξάνεται κατά 2,6 έως και 3,1 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα, γεγονός που θα επιφέρει ακραίες και επικίνδυνες για τη ζωή και την οικονομία κλιματικές αλλαγές.
Η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,6°C προβλέπεται να ενισχύσει τη συχνότητα και την ένταση των ακραίων καιρικών φαινομένων, όπως οι ισχυρότερες καταιγίδες, οι μακροχρόνιοι καύσωνες, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και η απώλεια της βιοποικιλότητας. Οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών δεν θα επηρεάσουν μόνο τις φυσικές ισορροπίες αλλά θα φέρουν σημαντικές προκλήσεις και για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η Εκτελεστική Διευθύντρια του UNEP, Ίνγκερ Άντερσεν, υπογραμμίζει τη σημασία κάθε βαθμού που μπορεί να αποφευχθεί, δηλώνοντας ότι «κάθε κλάσμα του βαθμού που μπορούμε να αποτρέψουμε είναι σημαντικό για τη διάσωση ζωών, την προστασία οικονομιών, την αποφυγή ζημιών και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας».
Η αναφορά τονίζει ότι, προκειμένου να διατηρηθεί η παγκόσμια άνοδος της θερμοκρασίας στα 1,5°C, απαιτούνται μειώσεις εκπομπών κατά 42% έως το 2030 και 57% έως το 2035. Αυτοί οι στόχοι ενσωματώνονται στις Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDCs) των χωρών, οι οποίες περιγράφουν τις δεσμεύσεις κάθε έθνους για τη μείωση των εκπομπών και την επίτευξη των κλιματικών στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Η παγκόσμια κοινότητα καλείται να παρουσιάσει ανανεωμένες και ισχυρότερες δεσμεύσεις στη συνάντηση της COP30, καθώς η τρέχουσα πολιτική κατεύθυνση υπολείπεται των απαραίτητων στόχων, καθιστώντας την επίτευξη της σταθερότητας στο 1,5°C σχεδόν αδύνατη, χωρίς δραστικές αυξήσεις των προσπαθειών.
Παρά τις δυσκολίες, η αναφορά αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας, υποδεικνύοντας ότι, από τεχνική άποψη, είναι ακόμα εφικτό να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 1,5°C. Σημαντικό ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια, οι οποίες υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν το 27% της απαιτούμενης μείωσης των εκπομπών έως το 2030 και το 38% έως το 2035. Παράλληλα, η προστασία και αποκατάσταση των δασών εκτιμάται ότι μπορεί να συνεισφέρει περίπου το 20% της απαιτούμενης μείωσης των εκπομπών. Η έκθεση αναδεικνύει ότι για την αξιοποίηση αυτών των δυνατοτήτων απαιτείται όχι μόνο η ύπαρξη ισχυρών και επαρκών NDCs αλλά και η εφαρμογή ολοκληρωμένων κυβερνητικών πολιτικών που θα μεγιστοποιούν τα κοινωνικοοικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη.
Η ανάγκη για διεθνή συνεργασία είναι εμφανής, καθώς η αναφορά υποδεικνύει ότι χώρες της G20 και ιδιαίτερα οι μεγάλες χώρες που είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των παγκόσμιων εκπομπών οφείλουν να επωμιστούν το μεγαλύτερο βάρος των μειώσεων. Η χρηματοδότηση αναδεικνύεται ως καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη των στόχων, με την αναφορά να επισημαίνει την ανάγκη για εξαπλάσια αύξηση των επενδύσεων σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα. Αναφέρεται, επίσης, ότι οι οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες καλούνται να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη στήριξη των αναπτυσσόμενων χωρών μέσω της διάθεσης πόρων, ώστε αυτές να αποκτήσουν πρόσβαση σε φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες, επιτρέποντας έτσι βιώσιμη ανάπτυξη χωρίς την αύξηση των εκπομπών τους.
Η έκθεση αναλύει τρία πιθανά μελλοντικά σενάρια για την πορεία του πλανήτη, ανάλογα με τη στάση που θα επιλέξει η παγκόσμια κοινότητα απέναντι στην κλιματική κρίση. Το πρώτο και ιδανικό σενάριο προβλέπει την επιτυχή διατήρηση της ανόδου της θερμοκρασίας στους 1,5°C, το οποίο θα προκύψει από συντονισμένες και αποφασιστικές προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών. Στο δεύτερο σενάριο, η άνοδος της θερμοκρασίας φτάνει τους 2°C, όπου η προσαρμογή θα καταστεί επιτακτική, με εντεινόμενες κλιματικές επιπτώσεις. Το τρίτο σενάριο, με άνοδο θερμοκρασίας στους 2,6°C και άνω, θα οδηγήσει σε δραματικές και μη αναστρέψιμες αλλαγές, καθιστώντας ανυπόφορες τις κλιματικές συνθήκες σε πολλές περιοχές του πλανήτη και αυξάνοντας την πιθανότητα μαζικών οικονομικών και περιβαλλοντικών καταστροφών.
Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο ιδιωτικός τομέας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στη μείωση των εκπομπών, καθώς 57 εταιρείες ευθύνονται για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Οι επιχειρήσεις αυτές καλούνται να υιοθετήσουν βιώσιμες πρακτικές και να αυξήσουν τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η έκθεση προτρέπει επίσης τις κυβερνήσεις να δημιουργήσουν το κατάλληλο περιβάλλον για τη μετάβαση του ιδιωτικού τομέα σε χαμηλές εκπομπές, ενθαρρύνοντας τις επενδύσεις και την καινοτομία στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η αναφορά κλείνει με μία δραματική προειδοποίηση: η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής. Η επιλογή είναι σαφής, είτε να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στα επίπεδα των 1,5°C ή 2°C, είτε να οδηγηθούμε σε ανεξέλεγκτες και καταστροφικές αλλαγές στο κλίμα, οι οποίες θα πλήξουν κοινωνίες και οικονομίες. Καθώς ο χρόνος εξαντλείται και τα περιθώρια για δράση στενεύουν, το μήνυμα του UNEP είναι ξεκάθαρο: η κλιματική δράση δεν μπορεί πλέον να περιμένει.