Η Ευρωπαϊκή Ένωση προειδοποιεί ότι η ενσωμάτωση της ενιαίας αγοράς της επιβραδύνεται, την ίδια στιγμή που αντιμετωπίζει αυξανόμενη πίεση από μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα, σύμφωνα με προσχέδιο έκθεσης που είδε το Bloomberg.
Σε έκθεση που περιγράφει τις μελλοντικές προκλήσεις της Ε.Ε. για την ανταγωνιστικότητά της, το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. αναφέρθηκε σε «σημαντικούς κινδύνους που προκύπτουν από αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και στρατηγικές εξαρτήσεις, στις οποίες εκτίθεται μια ανοιχτή οικονομία όπως αυτή της Ε.Ε.».
Όπως αναφέρουν τα διεθνή μέσα, τα ευρήματα, που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό επανερμηνεία μιας έκθεσης που ολοκληρώθηκε πέρυσι από τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, κινδυνεύουν να επισκιαστούν από τη συνεχιζόμενη εμπορική διαμάχη μεταξύ της Ε.Ε. και της Κίνας και την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ στις 20 Ιανουαρίου. Το έγγραφο δεν περιλαμβάνει νέες πολιτικές προτάσεις ή συγκεκριμένες δράσεις.
Συγκεκριμένα, η Ε.Ε. αναφέρει ότι «οι αυξημένες κινεζικές εξαγωγές σε εξαιρετικά ανταγωνιστικές τιμές, που σε πολλές περιπτώσεις διευκολύνονται από κρατικές επιδοτήσεις, μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές σε τμήματα της ευρωπαϊκής μεταποίησης». Την Πέμπτη, το Πεκίνο επέκρινε τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς στις κρατικές επιδοτήσεις τρίτων χωρών, υποστηρίζοντας ότι η Ε.Ε. τους χρησιμοποιεί άδικα κατά των κινεζικών επενδύσεων.
Το έγγραφο προσθέτει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση «υποφέρει από δομικά υψηλές τιμές ενέργειας και ηλεκτρικού ρεύματος», οι οποίες μπορεί να είναι δύο έως τρεις φορές υψηλότερες από το κόστος στις ΗΠΑ.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έκανε την προσιτή ενέργεια μία από τις πολιτικές της προτεραιότητες για τη δεύτερη θητεία της ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Παρόλο που οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου έχουν μειωθεί από τα επίπεδα ρεκόρ που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 2022, η περιοχή εξακολουθεί να βιώνει τις συνέπειες.
Οι υψηλότερες ενεργειακές δαπάνες της Ε.Ε. διακινδυνεύουν να παρεμποδίσουν τη μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, την οποία η Ευρώπη στοχεύει να επιτύχει έως το 2050. Για να μειώσει περαιτέρω τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η περιοχή θέλει να βασιστεί στην ηλεκτροκίνηση – μια τεχνολογία που δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί σε μεγάλη κλίμακα.
Ευρύτερα, η έκθεση αναγνωρίζει ότι η Ε.Ε. βρίσκεται σημαντικά πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα στον ψηφιακό τομέα, σημειώνοντας ότι φιλοξενεί μόνο 263 εταιρείες-μονόκερους, σε σύγκριση με 1.539 στις ΗΠΑ και 387 στην Κίνα. Προειδοποιεί ότι τα δύο κράτη είναι «ήδη πολύ μπροστά» στην ανάπτυξη τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης.
Επιπλέον, αναφέρει ότι οι κολοσσοί του ηλεκτρονικού εμπορίου διαταράσσουν τον ανταγωνισμό στον τομέα παράδοσης δεμάτων, δημιουργώντας προκλήσεις για τον ταχυδρομικό τομέα της Ε.Ε. συνολικά.