Οι οικονομικοί υπολογισμοί μαρτυρούν, ότι τα επόμενα έτη η Ελλάδα θα συνεχίσει να «βουλιάζει» από τον τουρισμό. Το ολοένα αυξανόμενο τουριστικό ρεύμα, παρά την αντίξοη οικονομική και γεωπολιτική συγκυρία, θα συνεχίσει να συνεισφέρει στην ελληνική οικονομία πολλά εκατομμύρια ευρώ, επηρεάζοντας πάνω από 25% του ΑΕΠ. Όμως αυτή η οικονομική επιτυχία οφείλουμε να μην μας αρκεί! Δεν είναι επιτυχία το αυξημένο τουριστικό ρεύμα. Επιτυχία είναι ο τουρισμός να δημιουργεί αλυσιδωτές θετικές αντιδράσεις, δρώντας ως καταλύτης ανάπτυξης οριζόντια, αναβαθμίζοντας κάθε οικοσύστημα της αλυσίδας αξίας του.
Ενώ λοιπόν η τουριστική βιομηχανία συνεισφέρει στην οικονομική άνθηση, αποτελεί παράλληλα παράγοντα περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιβαρύνσεων. Το κρίσιμο πλέον θέμα που προκύπτει, είναι εάν η Ελλάδα μπορεί να χαρακτηριστεί ένας προορισμός ποιοτικού και βιώσιμου τουρισμού. Κατά πόσο μπορούμε να ισχυριστούμε ότι με τη διαφαινόμενη οικονομική επιτυχία, η Ελλάδα μπορεί παράλληλα να ενταχθεί στους εξέχοντες προορισμούς του βιώσιμου τουρισμού; Άραγε, το υφιστάμενο τουριστικό μοντέλο λειτουργίας, της επιδιωκόμενης ποσοτικής αύξησης των επισκεπτών χωρίς κανέναν σχεδιασμό, αυξάνει την ευημερία μας ή έχει αρχίσει να ασκεί επιζήμια επιρροή σε όρους βιωσιμότητας; Σε μία περίοδο που οι κύριες επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης και κυρίως η οικονομική και ενεργειακή κρίση πλήττουν πολλές περιοχές της γης, πως μπορούμε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα του τουρισμού;
Οι τρέχουσες μελέτες μαρτυρούν, ότι η πλειοψηφία των διεθνών επισκεπτών, επιθυμεί να ταξιδεύσει με βιώσιμο τρόπο, να επισκεφτεί περιοχές με υψηλή περιβαλλοντική ποιότητα, ενώ παράλληλα αναζητά στοιχεία τοπικού και κοινωνικού πολιτισμού. Στο πλαίσιο αυτό, ενισχύεται η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και καθίσταται κρίσιμο να εξεταστεί το ενδεχόμενο συγκρούσεων για περιβαλλοντική και κοινωνική υποβάθμιση. Το κράτος προβλέπει, νομοθετεί και υποστηρίζει τις ευρωπαϊκές οδηγίες και αναμφισβήτητα, υφίσταται μία μερίδα του κλάδου που λειτουργεί με βιώσιμο τρόπο, κυρίως όμως στις περισσότερες αναπτυγμένες τουριστικές περιοχές. Όμως, το φυσικό περιβάλλον δεν κάνει διακρίσεις σε όσους αγνοούν ή τηρούν πρακτικές, όπως για παράδειγμα η υιοθέτηση της κυκλικής οικονομίας, η λειτουργία με χαμηλές εκπομπές άνθρακα ή ο σεβασμός των εργασιακών συνθηκών. Για να είναι στοχεύουμε σε βιώσιμα αποτελέσματα και στην εν γένει βιώσιμη συμπεριφορά του κλάδου, η βιώσιμη λειτουργία πρέπει να εκφράζεται με συνέπεια από όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους ή της περιοχής που δραστηριοποιούνται. Η χρονικά ευαίσθητη φύση των προκλήσεων που έχουμε ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζουμε, αυξάνει την ανάγκη για σχολαστικό σχεδιασμό για τη μείωση των σχετικών κινδύνων.
Ο τουριστικός κλάδος έχει υποχρέωση να ενισχύσει την περιβαλλοντική ευαισθησία του, τη βιώσιμη κατανάλωση και εν κατακλείδι τη βιώσιμη συμπεριφορά, όχι με ευχολόγια αλλά με πράξεις, πρακτικές και κυρίως κουλτούρα. Η βιώσιμη λειτουργία του τουριστικού τομέα, απαιτεί αμοιβαία συνεργασία των επιχειρήσεων του κλάδου με τα εμπλεκόμενα μέρη τους, σε ολόκληρο το μήκος της αλυσίδας αξίας των δραστηριοτήτων τους. Μέχρι σήμερα, ο υπερτουρισμός που επιδιώκουμε, στηρίζεται στην αναγνώριση της χώρας ως διεθνή τουριστικό προορισμό, στο brand name και λιγότερο στην υψηλή ποιότητα υπηρεσιών ή στην βιώσιμη τεχνογνωσία. Την ώρα που η παγκόσμια κοινότητα ενώνεται για να καταπολεμήσει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, οι παγκόσμιες προκλήσεις όπως η μετάβαση σε καθαρότερη ενέργεια, η εφαρμογή της Συνθήκης των Παρισίων, η αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής, η εστίαση στις νέες τεχνολογίες κ.α., απαιτούν συντονισμένες ενέργειες και δράσεις για την αντιμετώπισή τους.
Το τουριστικό μοντέλο ανάπτυξης και λειτουργίας, τόσο από οικονομικής όσο και από περιβαλλοντικής και κοινωνικής άποψης, θα πρέπει να προτάσσει ορθολογικές επιλογές με γνώμονα τη βιωσιμότητα. Οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, η απώλεια της βιοποικιλότητας, το αυξανόμενο χάσμα πλουσίων και φτωχών, η εντεινόμενη μετανάστευση, επηρεάζουν τόσο τη διεθνή τουριστική ζήτηση, όσο και την προσφορά και πλέον εντείνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των τουριστικών επιχειρήσεων διεθνώς. Αυτός ο ανταγωνισμός, αφορά κυρίως τους ευέλικτους και προσαρμοστικούς και όχι απαραίτητα τους «μεγάλους». Πλέον, για τις τουριστικές επιχειρήσεις θα απαιτηθεί μαζί με την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, να εξελιχθούν παράλληλα επιχειρησιακά σε βιώσιμους στόχους, οργάνωση, στρατηγική και εκτέλεση. Ως εκ τούτου, η βιομηχανία του τουρισμού, θα πρέπει να σχεδιάσει από την αρχή το ύφος και τις παραδοσιακές μεθόδους λειτουργίας της. Απαιτείται να «συνοριοποιήσει» το παρελθόν της, να επαναπροσδιοριστεί και να αξιολογήσει από την αρχή τις επιχειρηματικές πρακτικές της, προσφέροντας ένα διευρυμένο φάσμα υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας. Η πρόκληση αυτή για τις τουριστικές επιχειρήσεις, έχει να κάνει άμεσα και με την ικανότητά τους να σχεδιάσουν την επόμενη μέρα: επαναπροσδιορισμό της αποστολής και του οράματός τους, αξιολόγηση της κατάστασης, διαμόρφωση νέου positioning, σχεδιασμός νέων δράσεων, επιλογή συνεργατών, προετοιμασία προωθητικών ενεργειών. Όλα αυτά αποτελούν συστατικά μίας στρατηγικής τουριστικής επιχειρηματικής βιωσιμότητας.
Η βιωσιμότητα, ως market-oriented ολιστική επιχειρηματική πρακτική, μπορεί να ενισχύσει την λειτουργία των τουριστικών επιχειρήσεων. Υπό το φως των παραπάνω, χρειάζεται επειγόντως ένα νέο τουριστικό μοντέλο ανάπτυξης, που θα προτάσσει ορθολογικές επιλογές ως μηχανισμό λήψης αποφάσεων και θα αντιλαμβάνεται την βιωσιμότητα ως οικονομική αποδοτικότητα. Δηλαδή, εντοπισμό δράσεων εταιρικής βιωσιμότητας, με προσανατολισμό όχι μόνο προς την επίλυση των γνωστών θεμάτων της κλιματικής κρίσης ή των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά και προς τις αλληλένδετες προσδοκίες της τουριστικής αγοράς και στη συνέχεια o σχεδιασμός αντιμετώπισής τους, μέσα σε μία δομημένη στρατηγική. Αυτή είναι και η πεμπτουσία της επιχειρηματικής πρακτικής που ονομάζεται επιχειρηματική βιωσιμότητα: να αποφασίζει ορθολογικά, διορθώνοντας αστοχίες ή αρνητικές εξωτερικότητες της επιχειρηματικής δράσης.
Οι τουριστικές επιχειρήσεις έχουν την ευκαιρία να προσδώσουν ένα νέο στίγμα στον κλάδο και να καταστούν κοινωνοί της επίλυσης αυτών των ευρύτερων προβλημάτων. Ζητείται λοιπόν η δέσμευση του τουριστικού κλάδου και ο προσανατολισμός του σε ένα σύνολο δράσεων που αφορούν σε ευάλωτα θέματα για τον/την:
- Προσδιορισμό του περιβαλλοντικού αποτυπώματος και στον καθορισμό μετρήσιμων στόχων μείωσής του (μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενεργειακή αυτονομία, μείωση επιχειρηματικού κόστους, κατανομή πόρων σε φιλικές προς το περιβάλλον πρωτοβουλίες).
- Αύξηση της κυκλικότητας των δραστηριοτήτων (χρήση περισσότερων ανακυκλώσιμων υλικών, δημιουργία λιγότερων αποβλήτων, χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας, χρήση βιώσιμων υλικών, κατανομή πόρων).
- Ενίσχυση της κοινωνικής βιωσιμότητας στο σύνολο της αλυσίδας εφοδιασμού (εξασφάλιση ευημερίας, ίσες ευκαιρίες, λιγότερες ανισότητες).
- Δέσμευση στη στήριξη της βιώσιμης κατανάλωσης (συσχέτιση κατανάλωσης με την πράσινη οικονομία, διαμόρφωση του προιοντικού μίγματος ώστε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της νέας γενιάς καταναλωτών που είναι απαιτητική σε αξίες και βιωσιμότητα).
- Ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας, με στόχευση στον περιορισμό του της παραγωγής του διοξειδίου του άνθρακα, ώστε μακροπρόθεσμα να γίνουμε «carbon dioxide negative».
- Ανάπτυξη συνεργειών μεταξύ των εμπλεκομένων μερών (συνέργειες ιδιωτικού-δημόσιου τομέα).
Ο τουριστικός κλάδος, η πολιτεία, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην αλυσίδα αξίας του τουρισμού, από τον τελευταίο εργαζόμενο μέχρι τις διοικήσεις των επιχειρήσεων και ο καθένας ξεχωριστά, έχουμε υποχρέωση να συμβάλλουμε σε μία περισσότερο πράσινη τουριστική οικονομία, με ορθολογική αξιοποίηση των πόρων που φθίνουν και σε μία βιώσιμη κατανάλωση. Είναι χρέος μας για τις γενιές που ακολουθούν.
Να λοιπόν που μπορεί η βιωσιμότητα να συμβάλει στον σκληρό διεθνή ανταγωνισμό του τουρισμού: στην οργάνωση ενός συστήματος το οποίο θα λαμβάνει τις βέλτιστες επιχειρηματικές αποφάσεις, εκείνες που υπηρετούν με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την οικονομική απόδοση, την περιβαλλοντική μέριμνα και κοινωνική ευαισθησία, με στόχο την μακροχρόνια ευημερία. Όραμα, στρατηγική, ανάλυση επιχειρηματικού περιβάλλοντος, καθορισμός στόχων, ανάλυση ρίσκου, κόστος/όφελος, μηχανισμοί ελέγχου, όλα τα επί μέρους συστατικά.
Του Νικολάου Ι. Πέντσα, Επικεφαλής Βιώσιμης Ανάπτυξης του Business Future Institute