Σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε σήμερα το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων (ΕΤΣΕ) συνέβαλε σημαντικά στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού που ανέκυψε στην ΕΕ μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007–2008. Παρόλα αυτά, δεν πέτυχε κατά ένα τέταρτο τον στόχο του μισού τρισ. ευρώ σε πρόσθετες επενδύσεις που υποσχόταν να κινητοποιήσει στην πραγματική οικονομία μέχρι το τέλος του 2022. Και όχι μόνον αυτό: η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν αξιολόγησε εκ των υστέρων αν το ΕΤΣΕ έφερε επενδύσεις που δεν θα πραγματοποιούνταν χωρίς τη στήριξή του.
Το ΕΤΣΕ, επίσης γνωστό ως «επενδυτικό σχέδιο για την Ευρώπη» ή ως «σχέδιο Juncker», συστάθηκε το 2015 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον όμιλο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ). Βασικός στόχος του ήταν η αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης επενδύσεων στις χώρες της ΕΕ στον απόηχο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007–2008 και μέχρι το 2014, όταν οι συνολικές επενδυτικές δαπάνες στην Ένωση σημείωσαν πτώση της τάξης του 15 % ή κατά περίπου 430 δισ. ευρώ σε σύγκριση με την κορύφωσή τους το 2007. Το ΕΤΣΕ προέβλεπε εγγυήσεις από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, ύψους 26 δισ. ευρώ, και χρηματοδότηση από την ΕΤΕπ, ύψους 7,5 δισ, για τη στήριξη υποδομών, καινοτομίας και μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ). Επιδίωξή του ήταν να 15πλασιάσει το ποσό αυτό μέχρι το τέλος του 2022, με την προσέλκυση περισσότερων δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων.
«Το ΕΤΣΕ συνέβαλε σημαντικά στην αντιμετώπιση του επενδυτικού κενού στην ΕΕ, υποστηρίζοντας πολλές και διάφορες δραστηριότητες, από μικροχρηματοδότηση μέχρι επενδύσεις σε μεγάλα έργα υποδομών, παρόλο που δεν κατάφερε να πετύχει πλήρως την τιμή-στόχο που είχε ορίσει ως προς τον όγκο των επενδύσεων αυτών», δήλωσε ο Λευτέρης Χριστοφόρου, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο.
Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι τα 503 δισ. ευρώ που αναφέρονταν ως πρόσθετες επενδύσεις μέχρι το τέλος του 2022 –τελευταία προθεσμία για τη σύναψη συμφωνιών χρηματοδότησης– είχαν υπερεκτιμηθεί κατά 131 δισ. ευρώ. Η υπερεκτίμηση αυτή οφείλεται σε αδυναμίες στον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή και η ΕΤΕπ καθόρισαν και εφάρμοσαν τη μεθοδολογία για τους πολλαπλασιαστές
Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της προσθετικότητας του ΕΤΣΕ, δηλαδή της προστιθέμενης αξίας του για την πραγματική οικονομία, ήταν η στήριξη για επενδύσεις υψηλότερου κινδύνου, δηλαδή, το γεγονός ότι η εγγύηση της ΕΕ μπορούσε να καλύψει επενδυτικά έργα που, σε άλλη περίπτωση, λόγου χάριν μέσω των συνήθων πράξεων της ΕΤΕπ, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν
Γενικά, το ΕΤΣΕ ευθυγραμμιζόταν με τις καθορισμένες τιμές-στόχο, οι δε Επιτροπή και ΕΤΕπ παρακολουθούσαν συστηματικά τις σχετικές προβλέψεις και χρηματοοικονομικές ροές. Ωστόσο, η παρακολούθησή τους δεν ήταν ολοκληρωμένη και τα αναφερόμενα στοιχεία δεν ελέγχονταν διεξοδικά. Ούτε το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ ούτε η Τράπεζα κατέγραφαν τη συμβολή του Ταμείου στην απασχόληση και τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς η συμφωνία ΕΤΣΕ δεν καθόριζε τιμές-στόχο, και ούτε υπήρχαν λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τη στήριξη που παρεχόταν για επενδύσεις σε τρίτες χώρες. Επιπλέον, βάσει των πραγματικών στοιχείων στο τέλος του 2021, η Επιτροπή ανέμενε ότι το ΕΤΣΕ θα ήταν τουλάχιστον ουδέτερο για τον προϋπολογισμό. Μέχρι στιγμής, όμως, δεν έχει γίνει καμία εκτίμηση των ζημιών ή των πλεονασμάτων που έχουν συσσωρευθεί ενδεχομένως κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του.
Το ΕΕΣ καλεί την Επιτροπή να δημοσιοποιεί στοιχεία σχετικά με το ΕΤΣΕ με διαφανέστερο τρόπο και να βελτιώσει τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για να υπολογίζει τις επενδύσεις που όντως κινητοποιούνται