Τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ και η ευρωπαϊκή ενιαία αγορά δεν προστατεύονται επαρκώς από την απάτη στον τομέα του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στις εισαγωγές όταν χρησιμοποιούνται απλουστευμένες τελωνειακές διαδικασίες εισαγωγής. Αυτό είναι το συμπέρασμα της νέας έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ). Οι έλεγχοι που διενεργούν τα κράτη μέλη εμφανίζουν σοβαρές αδυναμίες. Ελλείψεις υπάρχουν επίσης στη συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ και μεταξύ των κρατών μελών για την καταπολέμηση της κατάχρησης αυτών των διαδικασιών.
Τα εισαγόμενα αγαθά υπόκεινται σε ΦΠΑ κατά την είσοδό τους στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ. Το ύψος του οφειλόμενου φόρου καθορίζεται με βάση τις τελωνειακές διασαφήσεις. Η απάτη στον τομέα του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή στρεβλώνει τον ανταγωνισμό στην ενιαία αγορά και έχει αρνητικό αντίκτυπο στα οικονομικά τόσο της ΕΕ όσο και των κρατών μελών. Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι οι απλουστευμένες τελωνειακές διαδικασίες εισαγωγής είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε αυτό το είδος απάτης.
«Τα μέτρα που εφαρμόζονται δεν επαρκούν για την πρόληψη και τον εντοπισμό της απάτης στον τομέα του ΦΠΑ κατά την εισαγωγή όταν χρησιμοποιούνται απλουστευμένες τελωνειακές διαδικασίες εισαγωγής. Η αξία των αγαθών που εισάγονται στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών είναι σημαντική και ο κίνδυνος κατάχρησης λόγω δόλιων πρακτικών μεγάλος», δήλωσε ο François-Roger Cazala, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδιος για τον έλεγχο. «Πρέπει να τηρείται η σωστή ισορροπία μεταξύ της διευκόλυνσης του εμπορίου και της ανάγκης προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ.»
Το ΕΕΣ διαπίστωσε κενά και ασυνέπειες στο κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις απλουστευμένες τελωνειακές διαδικασίες εισαγωγής αλλά και στον τρόπο παρακολούθησής του από μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνιστά τη θέσπιση και την επιβολή τυποποιημένων κανόνων. Ενδεικτικά, δεν υπάρχουν εναρμονισμένοι κανόνες που να ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των φορολογικών αντιπροσώπων. Στις χώρες της ΕΕ που επισκέφθηκε, το ΕΕΣ παρατήρησε αποκλίνουσες προσεγγίσεις όσον αφορά την απενεργοποίηση των αριθμών φορολογικού μητρώου ΦΠΑ, όπως και ασυνέπειες μεταξύ της κατάστασης ισχύος των αριθμών ΦΠΑ και των αριθμών καταχώρισης και αναγνώρισης οικονομικών φορέων (EORI). Αυτό σημαίνει ότι έμποροι που παραβιάζουν τους κανόνες για τον ΦΠΑ μπορούν να συνεχίζουν να εκτελούν τελωνειακές πράξεις. Σημαντικές διαφορές παρατηρούνται μεταξύ των κρατών μελών και όσον αφορά τις διοικητικές και ποινικές κυρώσεις που εφαρμόζουν.
Επιπλέον, το ΕΕΣ διαπίστωσε σοβαρές αδυναμίες στους ελέγχους των κρατών μελών όσον αφορά τις απλουστευμένες διαδικασίες ΦΠΑ κατά την εισαγωγή. Για παράδειγμα, στο δείγμα των εισαγωγών που εξέτασε, διαπίστωσε σημαντικές απώλειες στην είσπραξη του ΦΠΑ, ενώ παρατήρησε ότι δεν επιβεβαιώνεται συστηματικά ότι τα αγαθά μεταφέρονται από το κράτος μέλος εισαγωγής σε άλλο κράτος μέλος για να διατεθούν στην αγορά, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για τη χορήγηση απαλλαγής από τον ΦΠΑ κατά την εισαγωγή στην ΕΕ. Το ΕΕΣ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση αυτή, τα αποδεικτικά μεταφοράς των αγαθών πρέπει να συγκεντρώνονται κατά την εισαγωγή τους. Επίσης, το ΕΕΣ εντόπισε αρκετές περιπτώσεις κατά τις οποίες οι εισαγωγείς δήλωναν δασμολογητέα αξία χαμηλότερη της πραγματικής, με αποτέλεσμα να υποεκτιμάται και ο ΦΠΑ, κυρίως για έξυπνα τηλέφωνα, κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, υποδήματα και κοσμήματα. Οι περιορισμοί στην πρόσβαση στα δεδομένα δυσχεραίνουν εξαιρετικά τη σύγκριση της βάσης επιβολής του φόρου για τα εισαγόμενα αγαθά (στις τελωνειακές διασαφήσεις) με την αξία των υποκείμενων σε φόρο πωλήσεων στα διάφορα κράτη μέλη, παρόλο που σημαντικές (και, ως εκ τούτου, ύποπτες) αποκλίσεις μεταξύ των εν λόγω φορολογητέων βάσεων πρέπει να διερευνώνται. Παρότι ορισμένες από τις αδυναμίες που εντοπίζει αναμένεται να αποκατασταθούν με σειρά νομοθετικών προτάσεων, το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι ο κίνδυνος κατάχρησης καιροφυλακτεί.
Το ΕΕΣ διαπίστωσε επίσης αδυναμίες στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών αλλά και σε επίπεδο ΕΕ: οι διαδικασίες που εφαρμόζονται μπορεί να είναι χρονοβόρες και αναποτελεσματικές για την καταπολέμηση των καταχρηστικών πρακτικών. Παρά τις συστάσεις που έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο προηγούμενων ελέγχων, η ανταλλαγή δεδομένων εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα, ιδίως μεταξύ των φορολογικών και τελωνειακών διοικήσεων στα διάφορα κράτη μέλη.