Η παρούσα έρευνα είναι η πρώτη για το 2025 που διεξάγει το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ σε εξαμηνιαία βάση από τον Μάιο του 2009. Οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις διενεργήθηκαν από την εταιρεία MARC AE σε πανελλαδικό δείγμα 1.002 μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων (0-49 άτομα προσωπικό), μεταξύ 5-19 Φεβρουαρίου του 2025.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ο δείκτης οικονομικού κλίματος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων βελτιώθηκε σημαντικά το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Ανέβηκε κατά δέκα περίπου μονάδες, σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο, φθάνοντας τις 59,3 μονάδες.
Ωστόσο, από τα επιμέρους στοιχεία τις έρευνας προκύπτουν σημαντικές αποκλίσεις ανάλογα με το μέγεθος των επιχειρήσεων. Σημαντικά μεγαλύτερες δυσκολίες και προκλήσεις φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν οι πολύ μικρές επιχείρησες (0 – 9 εργαζόμενους).
Η αβεβαιότητα, η μείωση του κύκλου εργασιών για τις μικρότερες επιχειρήσεις, η αδυναμία τους να χρηματοδοτήσουν σημαντικές επενδύσεις, η έλλειψη ρευστότητας αλλά και αυξημένο λειτουργικό κόστος, επιτείνουν το κίνδυνο τη συρρίκνωσης της πολύ μικρής επιχειρηματικής δραστηριότητας και την περαιτέρω συγκέντρωση αυτής σε μικρότερο αριθμό επιχειρήσεων.
Σημαντικό πρόβλημα για τις περισσότερες ΜμΕ είναι η ρευστότητα καθώς το 45,4% των επιχειρήσεων δήλωσε μείωση ρευστότητας το δεύτερο εξάμηνο του 2024, ενώ μία στις δύο επιχειρήσεις (50,4%) δήλωσε ότι τα ταμειακά της διαθέσιμα είναι μηδενικά ή επαρκούν το πολύ για ένα μήνα. Η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση αυτό αντανακλάται και στο πεδίο των επενδύσεων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, όπου τα ποσά που δαπανώνται είναι ιδιαίτερα χαμηλά καθώς βασίζονται στην συντριπτική τους πλειονότητα σε ίδια κεφάλαια.
Σε επίπεδο απασχόλησης, το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που αύξησαν το προσωπικό τους έναντι αυτών που το μείωσαν εμφανίζεται αρνητικό κατά μία ποσοστιαία μονάδα. Από την άλλη μεριά οι εκτιμήσεις για το τρέχον εξάμηνο όσον αφορά την απασχόληση είναι αισιόδοξες.
Υψηλό παραμένει το ποσοστό των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση του προσωπικού που χρειάζονται. Περισσότερες από 1 στις 3 επιχειρήσεις δυσκολεύονται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας τους.
Όσον αφορά το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων από τα ευρήματα της έρευνας εκτιμήθηκε ότι για πάνω από 9 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχει αυξηθεί από την εκδήλωση της ενεργειακής κρίσης κατά σχεδόν 40%. Απόρροια του αυξημένου λειτουργικού κόστους είναι σχεδόν 1 στις 3 επιχειρήσεις να έχουν αυξήσει τις τιμές τους το δεύτερο εξάμηνο του 2024, χωρίς να διαφαίνεται κάποια τάση σημαντικής αποκλιμάκωσης.
Τα σημαντικότερα ευρήματα της εξαμηνιαίας έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι τα εξής:
Δείκτης οικονομικού κλίματος
- Μετά από τρία εξάμηνα διαδοχικής υποχώρησης, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος παρουσιάζει σημαντική άνοδο κατά δέκα περίπου μονάδες, φθάνοντας τις 59,3 μονάδες έναντι του προηγούμενου εξαμήνου που διαμορφώθηκε στις 49,6 μονάδες, διατηρώντας πάντως μεγάλη απόσταση από το ιστορικό υψηλό που καταγράφηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2023 όταν ανήλθε στις 66,7 μονάδες.
- Μεγάλη απόκλιση μεταξύ των διαφόρων μεγεθών μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, καθώς στις μικρότερες αυτών ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος ανέρχεται μόλις στις 48 μονάδες, ενώ στις μεγαλύτερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις εκτοξεύεται στις 81,1 μονάδες.
- Σε επίπεδο προσδοκιών των ΜμΕ, παρατηρείται μια άνοδος της τάξεως των τεσσάρων περίπου μονάδων, στις 59,1 από τις 55 μονάδες του προηγούμενου εξαμήνου, άνοδος, όμως, που δεν μεταφράζεται σε επικράτηση κλίματος αισιοδοξίας για το μέλλον, αλλά συντηρεί το αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας, καθώς τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις εκτιμούν ότι η θέση τους θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα.
Κύκλος εργασιών - Βελτίωση σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2024 παρουσιάζει ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων, διατηρώντας όμως αρνητικό ισοζύγιο, γεγονός που αποδίδεται στην επίμονη κρίση ακρίβειας και στη διαρκή υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
- Το 38,4% των επιχειρήσεων σημείωσε μείωση του κύκλου εργασιών το δεύτερο εξάμηνο του 2024, έναντι 27,1% που σημείωσε αύξηση και 33,6% όπου παρέμεινε σταθερός.
- Αντίστροφη είναι η πορεία ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης, καθώς στις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο έως 50.000 € προκύπτει μείωση κύκλου εργασιών για το 47,8%, ποσοστό που μειώνεται όσο αυξάνεται ο ετήσιος τζίρος για να καταλήξει στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 300.000 € να περιορίζεται στο 21,3%.
Αποτελέσματα χρήσης
- Οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη το 2024 (52,2%) μειώθηκαν συγκριτικά με το 2023 (56,2%).
- Οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ζημίες για το 2024 (20,7%) είναι περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2023 (21%), παρατηρείται, όμως, σημαντική αύξηση των επιχειρήσεων που εμφανίζουν μηδενικό αποτέλεσμα (18,6%) συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (14,6%).
Ρευστότητα – Ταμειακά διαθέσιμα - Το δεύτερο εξάμηνο του 2024 μόλις το 18,9% των επιχειρήσεων αύξησε τη ρευστότητά του, έναντι 45,4% που κατέγραψε μείωση της ρευστότητάς του.
- Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δεν διαθέτουν (28,4%), ή διαθέτουν το πολύ για ένα μήνα (22,1%), ταμειακά διαθέσιμα και μόλις το 8,9% των επιχειρήσεων εμφανίζεται να διαθέτει επαρκή διαθέσιμα πέραν του εξαμήνου, με τις μικρότερου μεγέθους επιχειρήσεις να εμφανίζουν ποσοστιαία μεγαλύτερη έλλειψη ρευστών διαθέσιμων πόρων συγκριτικά με τις μεγαλύτερες.
- Ιδιαίτερα έντονο πρόβλημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ο κλάδος της εστίασης, με το ποσοστό εκείνων που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα, ή τα ταμειακά τους διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα, να ανέρχεται σε 64,1% (39,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα και 25% έχει ταμειακά διαθέσιμα που επαρκούν το πολύ για ένα μήνα).
Απασχόληση
- Στην απασχόληση το ισοζύγιο των επιχειρήσεων που μετέβαλαν το προσωπικό ήταν αρνητικό. Συγκεκριμένα, το δεύτερο εξάμηνο του 2024 οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι αύξησαν το προσωπικό τους αντιστοιχούν στο 7,9% έναντι 8,9% που δήλωσε ότι το μείωσε.
- Οι εκτιμήσεις για το πρώτο εξάμηνο του 2024 είναι θετικές, με το 14,3% των επιχειρήσεων να αναμένει αύξηση προσωπικού, έναντι μόλις 4,2% που προβλέπει μείωση.
Κενές θέσεις εργασίας
- Αρνητικό, με ελαφρά ανοδικές μάλιστα τάσεις, σε σχέση με την έρευνα του προηγούμενου εξαμήνου, εξακολουθεί να εμφανίζεται το ισοζύγιο που αποτυπώνεται όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσον οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην εξεύρεση εργαζομένων. Πιο συγκεκριμένα, στο ερώτημα αυτό το 37,3% των επιχειρήσεων απάντησε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα, έναντι ενός 34,3% που απάντησε ότι δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα.
- Σχετικά με τις ειδικότητες που παρουσιάζουν έλλειψη στην αγορά εργασίας, οι ειδικευμένοι/ες τεχνίτες/ριες-χειριστές/ίστριες μηχανημάτων (28,5%), οι εργάτες/ριες-βοηθοί μαστόρων/ορισσών και το προσωπικό καθαριότητας (19,4%), καθώς και οι ειδικότητες που σχετίζονται με τους κλάδουςτου τουρισμού και της εστίασης, σερβιτόροι/ες, μάγειρες/είρισσες και ζαχαροπλάστες/ριες (17,4%) εξακολουθούν, σε σχέση και με την έρευνα του προηγούμενου εξαμήνου, να αποτελούν, με σειρά προτεραιότητας, τις τρεις σημαντικότερες κατηγορίες.
Ζήτηση – Παραγγελίες
- Για το 35,1% των επιχειρήσεων η ζήτηση μειώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2024, έναντι 26,4% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και 38,1% που δήλωσε πως παρέμεινε η ίδια.
- Στον κλάδο του εμπορίου εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα μείωσης της ζήτησης, όπου η πλειονότητα (45,6%) διαπιστώνει μείωση, όπως και στις ατομικές επιχειρήσεις (41%), στις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (43,6%) και σε όσες δεν απασχολούν προσωπικό (45,5%).
- Για τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η πλειονότητα (38,5%) απάντησε ότι μειώθηκαν. Το 37,5% απάντησε ότι έμειναν αμετάβλητες και αύξηση δήλωσε μόνο το 23,1%, με τη μεγαλύτερη μείωση να εντοπίζεται στον κλάδο του εμπορίου (50,1%).
Επενδύσεις - Οριακή υποχώρηση των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν κάποιας μορφής επένδυση παρατηρείται το δεύτερο εξάμηνο του 2024, καθώς αυτές ανέρχονται στο 32,2% έναντι του 34,1% του πρώτου εξαμήνου.
- Το 20,7% των επιχειρήσεων πραγματοποίησε επενδύσεις σε τεχνολογικό εξοπλισμό και ψηφιακές τεχνολογίες, το 16,6% επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και λοιπά μηχανήματα, το 6,5% σε κτιριακές εγκαταστάσεις και λοιπό εξοπλισμό και το 7,1% σε κατάρτιση και εκπαίδευση προσωπικού. Σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, παρατηρείται μείωση των επενδύσεων κατά δύο περίπου μονάδες σε τεχνολογικό εξοπλισμό/ψηφιακές τεχνολογίες και σε κτίρια, ενώ αύξηση παρουσίασαν οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό/λοιπά μηχανήματα κατά σχεδόν τέσσερις μονάδες, ενώ στην εκπαίδευση προσωπικού αυτές αυξήθηκαν οριακά κατά 0,4%.
- Το ύψος της επένδυσης που πραγματοποίησαν οι επιχειρήσεις παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό και στο δεύτερο εξάμηνο του 2024, αφού για το 52,5% όσων πραγματοποίησαν κάποιας μορφής επένδυση αυτή δεν ξεπέρασε τις 5.000 €.
- Το πρόβλημα της πρόσβασης σε χρηματοδότηση παραμένει κυρίαρχο για τις ΜμΕ, καθώς το ποσοστό της αυτοχρηματοδότησης των επενδύσεων συνεχίζει να αυξάνεται σημαντικά, φτάνοντας το 89,1% τον Φεβρουάριο του 2025, έναντι 84,2% και 80,5% τον Φεβρουάριο του 2024 και του 2023, αντίστοιχα. Αντίθετα, πρόσβαση σε χρηματοδότηση επενδύσεων μέσω προγραμμάτων, όπως το ΕΣΠΑ, καταγράφηκε για το 5,6%, ενώ χρηματοπιστωτική χρηματοδότηση έλαβε μόλις το 1,9% των επιχειρήσεων.
Τιμές
- Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις αύξησε τις τιμές της το δεύτερο εξάμηνο του 2024.
- Η πίεση που ασκείται στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τιμές προϊόντων και αγαθών διαμορφώνει έναν αδιατάρακτο φαύλο κύκλο επαναλαμβανόμενων ανατιμήσεων, καθώς αναζητείται το σημείο ισορροπίας μεταξύ αυξημένου λειτουργικού κόστους και πρώτων υλών, κόστους διαβίωσης και οικονομικής στενότητας των νοικοκυριών.
- Σε κλαδικό επίπεδο, οι επιχειρήσεις του κλάδου του εμπορίου καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό όσων αύξησαν τιμές (35,1%), με τους τομείς της μεταποίησης-βιοτεχνίας και τον τομέα των υπηρεσιών να ακολουθούν με μικρές διαφοροποιήσεις (30% και 28,8%, αντίστοιχα).
- Ως προς το τρέχον εξάμηνο, 1 στις 4 επιχειρήσεις (25,6%) εκτιμά ότι θα αυξήσει τις τιμές της.
Επιπτώσεις ανατιμήσεων – αύξηση λειτουργικού κόστους
- Ως προς το κόστος λειτουργίας, σχεδόν 9 στις 10 επιχειρήσεις (91,6%) δήλωσαν ότι το κόστος λειτουργίας τους αυξήθηκε. Για τις επιχειρήσεις αυτές το κόστος λειτουργίας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 39,6%.
- Αντίστοιχα είναι και τα ποσοστά των επιχειρήσεων που κατέγραψαν αύξηση του λειτουργικού κόστους ανά τομέα δραστηριότητας (εμπόριο, μεταποίηση, υπηρεσίες).
- Για τις επιχειρήσεις αυτές, το λειτουργικό κόστος στο εμπόριο αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 40,7%, στη μεταποίηση κατά 34% και στις υπηρεσίες κατά 42,1%.
Ηλεκτρονικές συναλλαγές
- Το 49,7% των επιχειρήσεων αντλεί πάνω από το 50% του τζίρου του από ηλεκτρονικές συναλλαγές.
- Το 87,7% θεωρεί τις τραπεζικές χρεώσεις υπερβολικές.
- Το 74,2% κρίνει ανεπαρκή τα κυβερνητικά μέτρα για τη μείωση των τραπεζικών χρεώσεων.
Υποχρεώσεις – οφειλές
- Η κατάσταση σχετικά με τα ποσοστά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές παρουσιάζει ελαφρά βελτίωση. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που δυσκολεύονται να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους παραμένει ιδιαίτερα υψηλό, με το 29% να έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή, παρουσιάζοντας μια μικρή μείωση σε σχέση με το προηγούμενο ποσοστό του 30,6%.
- Οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με 3 ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές παραμένουν σταθερές στο 10,1%. Υπάρχει μικρή μείωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 2 καθυστερημένες οφειλές (7,1%, σε σύγκριση με 7,4% το προηγούμενο εξάμηνο) και βελτίωση στο ποσοστό των επιχειρήσεων με 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή (11,8% έναντι 13,1% το προηγούμενο εξάμηνο).
- Οι επιχειρήσεις εστίασης φαίνεται να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υπερχρέωσης, με το 21,4% να έχει τρεις ή περισσότερες ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ το 38,6% έχει τουλάχιστον μία ληξιπρόθεσμη οφειλή. Επίσης, σημαντικά προβλήματα υπερχρέωσης αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις χωρίς προσωπικό (38%) και όσες έχουν ετήσιο κύκλο εργασιών έως 50.000 € (37,5%).
- Τα υψηλότερα ποσοστά των υποχρεώσεων των επιχειρήσεων με καθυστερημένες οφειλές εντοπίζονται να είναι προς τον πρώην ΟΑΕΕ (13,9%), την εφορία (12,7%) και τους προμηθευτές (11,8%).
- Το 43,1% των οφειλετών συγκεντρώνονται στη χαμηλότερη κατηγορία με οφειλές ως 10.000 €.
Δείκτες αβεβαιότητας και βιωσιμότητας
- Η απαισιοδοξία στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις σχετικά με τη μελλοντική τους βιωσιμότητα υποχώρησε, καθώς ο δείκτης αβεβαιότητας διαμορφώθηκε στις 32,5 μονάδες, καταγράφοντας μείωση 4,1 μονάδων σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.
- Αντίστοιχη είναι η εικόνα και ως προς τον δείκτη βιωσιμότητας, καθώς το 2,5% των επιχειρήσεων εκφράζει τον φόβο για διακοπή της δραστηριότητάς του το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, έναντι του 3,2% που ήταν τον Ιούλιο του 2024.
- Το μεγαλύτερο πρόβλημα και αυξημένη πιθανότητα παύσης δραστηριότητας εντοπίζεται στις επιχειρήσεις με καθυστερημένες υποχρεώσεις, ιδίως σε εκείνες που είναι υπερχρεωμένες προς το Δημόσιο.