Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά την πορεία της προς την πράσινη μετάβαση. Μετά από έντονες διαβουλεύσεις και πιέσεις από διάφορα κράτη μέλη, φαίνεται ότι η ΕΕ τείνει προς μια πιο ρεαλιστική και συναινετική προσέγγιση στους κλιματικούς στόχους για το 2040. Αντί να επιβάλλει αυστηρές και μη ρεαλιστικές δεσμεύσεις, η Κομισιόν εστιάζει σε μια σταδιακή, αλλά βιώσιμη, μετάβαση που λαμβάνει υπόψη τόσο τις οικονομικές δυσκολίες όσο και τις πολιτικές αντιδράσεις.
Η αρχική πρόταση της ΕΕ περιελάμβανε φιλόδοξους στόχους μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO₂) κατά 90% έως το 2040, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Ωστόσο, πολλά κράτη μέλη, ιδιαίτερα εκείνα με ισχυρές βιομηχανικές βάσεις ή εξαρτημένα από ορυκτά καύσιμα, εξέφρασαν ανησυχίες για τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις μιας τόσο ριζικής αλλαγής. Χώρες όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Ιταλία τόνισαν την ανάγκη για μεγαλύτερη ευελιξία, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ των περιοχών της ΕΕ.
Σε απάντηση σε αυτές τις ανησυχίες, η ΕΕ φαίνεται να αλλάζει τακτική, εστιάζοντας σε μια πιο ολιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει:
1. Επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας
– Η ηλιακή και αιολική ενέργεια παραμένουν βασικοί πυλώνες της στρατηγικής, με στόχο την αυξημένη παραγωγή και αποθήκευση.
– Ενίσχυση των δικτύων smart grids για καλύτερη διαχείριση της ενεργειακής ροής.
2. Επένδυση σε Καθαρό Υδρογόνο και Βιοκαύσιμα
– Ανάπτυξη υποδομών για πράσινο υδρογόνο, ιδίως σε βιομηχανικούς και μεταφορικούς τομείς.
– Χρήση βιοκαυσίμων ως ενδιάμεσου λύσης για τη μείωση των εκπομπών.
3. Τεχνολογίες Αποθήκευσης Ενέργειας και CCS (Carbon Capture & Storage)
– Ερευνητικά προγράμματα για βελτίωση των συστημάτων μπαταριών και άλλων μορφών αποθήκευσης.
– Διερεύνηση της τεχνολογίας CCS για τη διαχείριση εκπομπών από βαριά βιομηχανία.
Η νέα στρατηγική της ΕΕ δεν αγνοεί τις προκλήσεις. Πολλές περιοχές εξακολουθούν να εξαρτώνται από τον άνθρακα και τα ορυκτά καύσιμα, και η μετάβαση απαιτεί τεράστιες επενδύσεις. Ωστόσο, η πιο σταδιακή προσέγγιση μπορεί:
– Να δώσει χρόνο για επανεκπαίδευση εργαζομένων σε “πράσινες” θέσεις εργασίας.
– Να εξασφαλίσει ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν θα πληγούν από απότομες αλλαγές.
– Να αποφευχθεί η υπερφόρτωση των νοικοκυριών με υψηλούς ενεργειακούς λογαριασμούς.