Ο Πάπας Φραγκίσκος, ο Αργεντινός Ιησουίτης που έγινε ο πρώτος Ρωμαιοκαθολικός Ποντίφικας προερχόμενος από την αμερικανική ήπειρο, απεβίωσε σε ηλικία 88 ετών, σύμφωνα με ανακοίνωση του Βατικανού. Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμα, ο Καρδινάλιος Κέβιν Φάρελ γνωστοποίησε την είδηση, σημειώνοντας ότι ο Φραγκίσκος απεβίωσε στις 7:35 το πρωί και αναφέρθηκε με συγκίνηση στο έργο και το παράδειγμά του.
Ο Καρδινάλιος τόνισε ότι ο Πάπας αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της Εκκλησίας και ενθάρρυνε την έμπρακτη εφαρμογή των αξιών του Ευαγγελίου, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αλληλεγγύη προς τους αδύναμους. Με λόγια ευγνωμοσύνης, το Βατικανό παρέδωσε την ψυχή του Φραγκίσκου «στην ελεήμονα αγάπη του Τριαδικού Θεού». Ο θάνατός του επήλθε στην κατοικία του, στο Casa Santa Marta. Σύμφωνα με πληροφορίες, η ταφή του θα πραγματοποιηθεί στη Βασιλική της Μεγάλης Παναγίας, στη Ρώμη.
Ο Πάπας αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας από τον Φεβρουάριο και εισήχθη στο νοσοκομείο Gemelli με βρογχίτιδα. Λίγες ημέρες αργότερα, η ιατρική του ομάδα ανέφερε ότι έπασχε από πνευμονία και άλλες συνοδές λοιμώξεις, επιπλέον της χρόνιας αναπνευστικής κατάστασης. Μετά από παραμονή 38 ημερών στο νοσοκομείο, επέστρεψε στην κατοικία του. Σύμφωνα με τη διαδικασία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο διάδοχός του θα εκλεγεί από το Κολλέγιο των Καρδιναλίων, μέσω του κονκλάβιου.
Ο Φραγκίσκος εξελέγη το 2013, διαδεχόμενος τον Βενέδικτο ΙΣΤ΄. Γεννήθηκε ως Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο το 1936 στο Μπουένος Άιρες. Ήταν ο πρώτος Πάπας που προερχόταν από το Τάγμα των Ιησουιτών, το νότιο ημισφαίριο και από χώρα εκτός Ευρώπης εδώ και σχεδόν 1.300 χρόνια. Οι γονείς του ήταν ιταλικής καταγωγής, και ήταν ο μεγαλύτερος από πέντε αδέρφια. Στο ξεκίνημα της ενήλικης ζωής του εργάστηκε σε χειρωνακτικά επαγγέλματα και ακολούθως ως τεχνικός χημικός.
Χειροτονήθηκε ιερέας το 1969 και το 1973, σε ηλικία 36 ετών, ανέλαβε την ηγεσία του Τάγματος στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη. Το 1992 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ τον διόρισε επίσκοπο και το 1998 ανέλαβε αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες. Το 2001 έγινε καρδινάλιος. Κατά τη διάρκεια της παποσύνης του, ο Φραγκίσκος χειρίστηκε ζητήματα που προκάλεσαν συζητήσεις, προσπαθώντας να διατηρήσει ενωτικό λόγο, ειδικά σε κοινωνικά ευαίσθητα θέματα.
Το 2021, η Διάσκεψη των Καθολικών Επισκόπων των ΗΠΑ πρότεινε περιορισμούς στη Θεία Κοινωνία λόγω πολιτικών θέσεων. Παρά τις ενστάσεις του δόγματος του Βατικανού, η πρόταση προχώρησε. Ο Πάπας, χωρίς να αναφερθεί ονομαστικά, υπογράμμισε ότι η Ευχαριστία δεν αποτελεί ανταμοιβή για τους τέλειους και κάλεσε τους επισκόπους να λειτουργούν ως πνευματικοί καθοδηγητές, με επίκεντρο την ποιμαντική προσέγγιση και όχι την τιμωρία.
Ο Φραγκίσκος είχε διατυπώσει με σαφήνεια τη θέση του κατά των αμβλώσεων, ενώ ταυτόχρονα προώθησε λόγο που ενθάρρυνε την κατανόηση και τον σεβασμό προς όλους τους ανθρώπους. Το 2023, κατά την επιστροφή του από την Πορτογαλία, δήλωσε ότι η Εκκλησία είναι «ανοιχτή σε όλους» και έχει αποστολή να συνοδεύει τον κάθε άνθρωπο στην πνευματική του πορεία, στο πλαίσιο των θεσμικών κανόνων της.
Σε δημόσια συγκέντρωση στην Πορτογαλία, επανέλαβε μπροστά στο κοινό τη λέξη «Todos» (Όλοι), ενισχύοντας το μήνυμα ένταξης. Στο τέλος του ίδιου έτους, έδωσε την έγκρισή του ώστε οι ιερείς να μπορούν να δίνουν ευλογίες σε ομόφυλα ζευγάρια, με τη διευκρίνιση ότι οι ευλογίες αυτές δεν ισοδυναμούν με τελετές γάμου. Εξέφρασε τη θέση ότι δεν πρέπει να απαιτείται εξαντλητική ηθική ανάλυση για την προσέγγιση στο θείο έλεος.
Επιδίωξε επίσης να ενισχύσει τον ρόλο των γυναικών εντός της Εκκλησίας. Τον Απρίλιο του 2023 ανακοίνωσε ότι θα τους επιτραπεί να έχουν δικαίωμα ψήφου σε προσεχή Σύνοδο Επισκόπων, ένα βήμα με στόχο την ενίσχυση της συμμετοχής τόσο των γυναικών όσο και των λαϊκών πιστών στη λήψη αποφάσεων. Η απόφαση αυτή χαρακτηρίστηκε ιστορική και αποτέλεσε σταθμό στις εσωτερικές μεταρρυθμίσεις του Βατικανού.