Σύμφωνα με έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), η Ευρωπαϊκή Ένωση δύσκολα θα καταφέρει να επιτύχει τον στόχο που έχει θέσει για την απόκτηση μεριδίου 20% στην παγκόσμια αγορά μικροκυκλωμάτων έως το 2030. Παρότι η «Πράξη για τα Μικροκυκλώματα» (Chips Act), που εγκρίθηκε το 2022, έδωσε νέα ώθηση στον ευρωπαϊκό τομέα, οι επενδύσεις που έχουν δρομολογηθεί δεν επαρκούν για να ενισχύσουν ουσιαστικά τη θέση της ΕΕ σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Τα μικροκυκλώματα αποτελούν, όπως αναφέρεται, βασικό πυλώνα της σύγχρονης τεχνολογικής και οικονομικής ζωής, όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης εφοδιασμού που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19. Στο πλαίσιο της στρατηγικής της για την Ψηφιακή Δεκαετία, η ΕΕ έχει θέσει ως στόχο την επίτευξη μεριδίου 20% στην παγκόσμια παραγωγή προηγμένων και βιώσιμων μικροκυκλωμάτων έως το 2030. Ωστόσο, το ΕΕΣ διαπιστώνει σημαντικό χάσμα μεταξύ των φιλοδοξιών και της πραγματικότητας, αν και αναγνωρίζει ότι έχει σημειωθεί πρόοδος, ιδίως σε ορισμένους πυλώνες της στρατηγικής.
Αναλυτικότερα, η Πράξη για τα Μικροκυκλώματα, αν και κινητοποίησε νέες δράσεις και έφερε επενδυτικό ενδιαφέρον, παρουσιάζει αδυναμίες στην κατάρτιση, την εφαρμογή και την παρακολούθησή της. Το γεγονός ότι καταρτίστηκε υπό καθεστώς επείγουσας ανάγκης, χωρίς να προηγηθεί ανάλυση των αιτίων της αποτυχίας της στρατηγικής του 2013 και χωρίς ολοκληρωμένη εκτίμηση επιπτώσεων, αφήνει ανοικτά σοβαρά ζητήματα στρατηγικής συνοχής. Επίσης, απουσιάζουν σαφείς τιμές-στόχοι και μηχανισμοί για τη συστηματική παρακολούθηση της προόδου, ενώ δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς κατά πόσον οι ανάγκες της αγοράς για συμβατικά μικροκυκλώματα ελήφθησαν υπόψη.
Η χρηματοδότηση που προβλέπεται στο πλαίσιο της Πράξης φτάνει τα 86 δισεκατομμύρια ευρώ έως το 2030, εκ των οποίων μόνο το 5% (περίπου 4,5 δισ. ευρώ) προέρχεται άμεσα από την Επιτροπή. Το υπόλοιπο ποσό εξαρτάται από κρατικά κονδύλια και επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Ενδεικτικά, κατά την περίοδο 2020–2023, οι μεγαλύτεροι διεθνείς κατασκευαστές μικροκυκλωμάτων είχαν επενδύσει συνολικά περίπου 405 δισ. ευρώ, ποσό που υπογραμμίζει τη δυσκολία του ανταγωνισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Παράλληλα, η Κομισιόν δεν έχει τη θεσμική αρμοδιότητα να συντονίζει τις εθνικές επενδύσεις, γεγονός που περιορίζει τη συνολική συνοχή της ευρωπαϊκής στρατηγικής και μειώνει την αποτελεσματικότητα της χρηματοδότησης.
Επιπρόσθετα, το ΕΕΣ επισημαίνει ότι η εφαρμογή των τριών βασικών πυλώνων της Πράξης προχωρά, αλλά όχι με αρκετά γρήγορους ρυθμούς. Ειδικότερα, ενώ στον πυλώνα Ι, που αφορά την ενίσχυση της τεχνολογικής ικανότητας, έχει σημειωθεί σχετική πρόοδος, η υλοποίηση πρωτοποριακών παραγωγικών εγκαταστάσεων (πυλώνας ΙΙ) καθυστερεί σημαντικά, και οι μηχανισμοί πρόληψης και διαχείρισης κρίσεων (πυλώνας ΙΙΙ) βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο ανάπτυξης. Όλα αυτά καθιστούν εξαιρετικά απίθανη την επίτευξη του στόχου του 20% έως το 2030.
Πέραν των θεσμικών και χρηματοδοτικών περιορισμών, ο ευρωπαϊκός κλάδος των μικροκυκλωμάτων αντιμετωπίζει και άλλες σημαντικές προκλήσεις. Η εξάρτηση από εισαγόμενες πρώτες ύλες, το υψηλό ενεργειακό κόστος, οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις, καθώς και η έντονη διεθνής ανταγωνιστικότητα, δημιουργούν ένα ιδιαίτερα απαιτητικό πλαίσιο. Επιπλέον, το γεγονός ότι το ευρωπαϊκό οικοσύστημα στηρίζεται σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες απορροφούν το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης, καθιστά τον τομέα ευάλωτο: η αποτυχία ή η καθυστέρηση ενός μεμονωμένου έργου μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο σύνολο της στρατηγικής.
Συνολικά, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, η Πράξη για τα Μικροκυκλώματα είναι απίθανο να οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ευρωπαϊκού μεριδίου στην παγκόσμια αγορά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ίδιας της Κομισιόν που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 2024, παρά τη σχεδιαζόμενη αύξηση της παραγωγικής ικανότητας, το μερίδιο της ΕΕ αναμένεται να κινηθεί μόνο οριακά ανοδικά, από 9,8% το 2022 σε 11,7% το 2030, επιβεβαιώνοντας ότι ο αρχικός στόχος ήταν υπερβολικά φιλόδοξος για τα διαθέσιμα μέσα και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει η Ένωση σε ένα ραγδαία εξελισσόμενο παγκόσμιο περιβάλλον.