Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να περιορίσει την επιρροή της Κίνας σε καίριους τεχνολογικούς τομείς, ωστόσο αυτή η προσπάθεια φαίνεται να υπονομεύεται εκ των έσω.
Αρκετές κυβερνήσεις κρατών-μελών επιδιώκουν την αποδυνάμωση των κανόνων που προβλέπουν την υποχρεωτική αξιολόγηση ξένων επενδύσεων σε κρίσιμους τομείς, όπως οι ημιαγωγοί και η τεχνητή νοημοσύνη, σύμφωνα με το πιο πρόσφατο προσχέδιο αναθεώρησης του Politico. Η εν λόγω αναθεώρηση αποτελεί βασικό στοιχείο της στρατηγικής οικονομικής ασφάλειας που παρουσίασε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν κατά την πρώτη της θητεία και η οποία μπήκε σε τροχιά υλοποίησης στις αρχές του 2024 με στόχο τον εκσυγχρονισμό των κανόνων που διέπουν την αξιολόγηση επενδυτικών ροών από τρίτες χώρες.
Η στρατηγική αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη ευρωπαϊκή προσπάθεια να αποτραπούν εξαγορές ευρωπαϊκών επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας από εξωευρωπαϊκούς παίκτες. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της Cosco, της κινεζικής ναυτιλιακής εταιρείας, η οποία πριν από δύο χρόνια επιχείρησε να αποκτήσει τον έλεγχο τερματικού σταθμού στο λιμάνι του Αμβούργου. Το νέο προσχέδιο απομακρύνεται αισθητά από την αρχική πρόταση της Κομισιόν, καθώς περιορίζει το εύρος των τομέων που θα καλύπτονται υποχρεωτικά από μηχανισμούς ελέγχου. Η αρχική πρόταση προέβλεπε αυστηρούς ελέγχους για επενδύσεις σε τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη, οι ημιαγωγοί, οι κβαντικές εφαρμογές, η ενέργεια, το διάστημα, τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και η παραγωγή βασικών φαρμάκων.
Αν και στο νέο κείμενο προστίθενται τεχνικές λεπτομέρειες, όπως αναφορές σε κρίσιμα εξαρτήματα και λογισμικά που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή μικροτσίπ, στη λιθογραφία και σε κατηγορίες όπως οι μικροεπεξεργαστές και τα τσιπ μνήμης, δεν υιοθετείται κάποια ρητή υποχρέωση για τις εθνικές αρχές να εφαρμόσουν υποχρεωτικούς ελέγχους. Το κείμενο, το οποίο φέρει ημερομηνία 14 Απριλίου, περιορίζεται στη σύσταση προς τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν υπόψη τους συγκεκριμένους τομείς όταν εξετάζουν αν μια επένδυση ενδέχεται να προκαλέσει κινδύνους για τη δημόσια τάξη ή την εθνική ασφάλεια. Στον αντίποδα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πρότασή του υιοθετεί πιο φιλόδοξη στάση, προτείνοντας να προστεθούν ακόμη περισσότεροι τομείς στον κατάλογο ελέγχου, όπως η αεροδιαστημική βιομηχανία, οι σιδηροδρομικές μεταφορές και η αυτοκινητοβιομηχανία.
Αν και οι συζητήσεις μεταξύ των κρατών-μελών βρίσκονται σε εξέλιξη, οι περισσότεροι διπλωμάτες εκτιμούν ότι οι κυβερνήσεις δεν θα μεταβάλουν ουσιαστικά τη θέση τους μέχρι την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα για την τελική μορφή της νομοθεσίας. Η συμφωνία για το ποιοι τομείς θα καλύπτονται τελικά από τους κανόνες αναμένεται να αποτελέσει ένα από τα πιο δύσκολα σημεία των συνομιλιών. Το προσχέδιο, το οποίο εξετάστηκε πρόσφατα από τις εθνικές αντιπροσωπείες αρμόδιες για το εμπόριο, έρχεται ως συνέχεια της συζήτησης που άνοιξε στη διάρκεια της ουγγρικής προεδρίας, όταν διατυπώθηκαν σκέψεις για πλήρη κατάργηση του καταλόγου των ευαίσθητων τομέων.
Αν και η αρχική ανησυχία ήταν ο αυξανόμενος ρόλος της Κίνας στις ευρωπαϊκές αγορές, οι τελευταίες εξελίξεις στρέφουν την προσοχή των Βρυξελλών προς την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Αμερικανικές επιχειρήσεις επιδιώκουν πλέον εξαγορές ευρωπαϊκών εταιρειών στρατηγικού ενδιαφέροντος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η εξαγορά θυγατρικής της Sanofi από το επενδυτικό σχήμα CD&R και η ανεπιτυχής προσπάθεια της Flowserve να αποκτήσει τον έλεγχο της γαλλικής πυρηνικής εταιρείας Segault το 2023. Με δεδομένο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επανήλθε στην εξουσία, οι ευρωπαϊκές αρχές δείχνουν αυξημένο προβληματισμό για τις επιδιώξεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ο Damien Levie, επικεφαλής της μονάδας για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στη Γενική Διεύθυνση Εμπορίου της Επιτροπής, προειδοποίησε πρόσφατα ότι η διαδικασία δεν μπορεί να παραταθεί επ’ αόριστον. Όπως ανέφερε, το παγκόσμιο περιβάλλον ασφαλείας αλλάζει και οι ΗΠΑ δεν θεωρούνται πλέον δεδομένος σύμμαχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ίδιος εξέφρασε την ελπίδα ότι τα κράτη-μέλη θα συμφωνήσουν μέσα στις επόμενες εβδομάδες επί της πρότασης της πολωνικής προεδρίας, η οποία βασίζεται σε προηγούμενο προσχέδιο της Ουγγαρίας και το εξειδικεύει περαιτέρω.
Ένα άλλο σημείο τριβής μεταξύ των θεσμικών οργάνων είναι η λεγόμενη κατηγορία των greenfield επενδύσεων, δηλαδή οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μια ξένη εταιρεία ξεκινά από το μηδέν νέα δραστηριότητα στην ΕΕ, όπως την ανέγερση εργοστασίου. Τα κράτη-μέλη επιθυμούν να διατηρήσουν την ευχέρεια να αποφασίζουν αν τέτοιες επενδύσεις θα υπαχθούν σε υποχρεωτικό έλεγχο. Το προσχέδιο που έχει διαμορφωθεί υπό την πολωνική προεδρία αναφέρει ότι οι greenfield επενδύσεις εμπίπτουν στο γενικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού, αλλά δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο ελάχιστο υποχρεωτικό πλαίσιο των ελέγχων. Αντιθέτως, η θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που αναμένεται να τεθεί σε ψηφοφορία στις 7 Μαΐου, προβλέπει ότι τέτοιου είδους επενδύσεις πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο, εφόσον αφορούν ευαίσθητους τομείς.
Τέλος, οι ευρωβουλευτές προτείνουν να δοθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ρόλος διαιτητή σε περιπτώσεις που υπάρχει διαφωνία μεταξύ κρατών-μελών για συγκεκριμένες επενδύσεις. Ωστόσο, το Συμβούλιο δεν υιοθετεί αυτή την προσέγγιση, καθώς οι κυβερνήσεις δεν επιθυμούν να παραχωρήσουν τέτοια αρμοδιότητα στην Κομισιόν. Το κείμενο πάντως παραμένει ανοιχτό σε τροποποιήσεις, έως ότου οριστικοποιηθεί η κοινή θέση των χωρών.