Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει αδυναμίες σε επίπεδο αποδοτικότητας, λογοδοσίας και διαφάνειας, σύμφωνα με επισκόπηση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ) για τις δαπάνες των 650 δισεκατομμυρίων ευρώ. Αν και το RRF διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην ανάκαμψη της ΕΕ μετά την πανδημία, οι διαθέσιμες πληροφορίες για τα αποτελέσματα είναι ελλιπείς και δεν υπάρχουν στοιχεία για τα πραγματικά κόστη. Ως εκ τούτου, δεν είναι σαφές τι ακριβώς αποκομίζουν οι πολίτες από την επένδυση αυτών των πόρων. Οι ελεγκτές καλούν τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής της ΕΕ να εξάγουν διδάγματα από την εμπειρία αυτή, ενόψει μελλοντικών προϋπολογισμών που βασίζονται στην απόδοση και όχι στο κόστος.
Το RRF ιδρύθηκε το 2021 ως απάντηση στην πανδημική κρίση και χρηματοδοτεί μέτρα –μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις– σε τομείς όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση. Για να λάβουν χρηματοδότηση, τα κράτη μέλη της ΕΕ οφείλουν να επιτύχουν προκαθορισμένα ορόσημα και στόχους, όπως αυτοί περιγράφονται στα εθνικά τους σχέδια. Πρόκειται για την πρώτη φορά που η ΕΕ χρηματοδοτεί σε τόσο μεγάλη κλίμακα χωρίς σύνδεση με τις πραγματικές δαπάνες. Η Ivana Maletić, μέλος του ΕΕΣ και μία εκ των συντακτών της επισκόπησης, δήλωσε ότι δεν θα πρέπει να υπάρξει μελλοντικό παρόμοιο εργαλείο χωρίς διαθέσιμα στοιχεία για τα πραγματικά κόστη, τους τελικούς αποδέκτες και την απάντηση στο ερώτημα τι παίρνουν οι πολίτες για τα χρήματά τους. Ο Jorg Kristijan Petrovič, συντάκτης της έκθεσης, τόνισε ότι σε μελλοντικούς προϋπολογισμούς που βασίζονται στην απόδοση, η χρηματοδότηση πρέπει να συνδέεται καλύτερα με τα αποτελέσματα και να διέπεται από σαφείς κανόνες· διαφορετικά, ένα τέτοιο σύστημα δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται.
Οι ελεγκτές επισημαίνουν αρκετά ζητήματα που αφορούν το RRF, στο πλαίσιο των εν εξελίξει πολιτικών συζητήσεων για τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ μετά το 2027. Κατά την άποψή τους, το RRF δεν είναι στην ουσία ένας μηχανισμός χρηματοδότησης βάσει της απόδοσης. Στην πράξη, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην πρόοδο υλοποίησης. Παράλληλα, η αποδοτικότητα των δαπανών και η σχέση αξίας προς κόστος δεν μπορούν να εκτιμηθούν, καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν συλλέγει στοιχεία για τα πραγματικά κόστη και οι πληροφορίες για τα αποτελέσματα είναι περιορισμένες.
Το ΕΕΣ υπογραμμίζει ότι τα μελλοντικά προγράμματα δαπανών θα πρέπει να σχεδιάζονται και να υλοποιούνται κατά τρόπο που να μην υπονομεύει τη λογοδοσία. Παρότι έχουν υπάρξει βελτιώσεις, οι μηχανισμοί ελέγχου του RRF δεν θεωρούνται ακόμη επαρκώς ισχυροί. Η Επιτροπή βασίζεται κυρίως στα κράτη μέλη για την ανίχνευση και τη διόρθωση σοβαρών παρατυπιών, καθώς και για τη συμμόρφωση με τους ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες, όμως τα αντίστοιχα εθνικά συστήματα παρουσιάζουν αδυναμίες. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει χρηματοοικονομικές διορθώσεις, όπως ανάκτηση κονδυλίων, για μεμονωμένες παραβάσεις κανόνων προμηθειών, εκτός και αν πρόκειται για σοβαρές παρατυπίες όπως απάτη. Αυτό συνεπάγεται ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν πλήρεις πληρωμές ακόμη και εάν διαπιστωθούν παρατυπίες στις διαδικασίες δημοσίων συμβάσεων, εφόσον έχουν επιτευχθεί τα προβλεπόμενα ορόσημα και οι στόχοι. Εξάλλου, λόγω του τρόπου καθορισμού αυτών των στόχων, ορισμένα κράτη μέλη λαμβάνουν σημαντικά ποσά πριν από την ολοκλήρωση των έργων, γεγονός που ενέχει κινδύνους για τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ, καθώς ενδέχεται τα χρήματα να παραμείνουν στα κράτη χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί τα προβλεπόμενα έργα.
Παρόλο που η υλοποίηση του RRF προχωρά, παρατηρούνται καθυστερήσεις που ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των στόχων. Η πλειονότητα των μέτρων πρέπει ακόμη να ολοκληρωθεί έως τον Αύγουστο του 2026. Ταυτόχρονα, η εκταμίευση κονδυλίων της ΕΕ προς τους εθνικούς προϋπολογισμούς δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα ποσά αυτά έχουν φτάσει στους τελικούς αποδέκτες ή έχουν διοχετευθεί στην πραγματική οικονομία.
Το RRF χρηματοδοτείται σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσω δανεισμού από τις αγορές. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατόρθωσε να αντλήσει τα κεφάλαια με ταχύτητα και επιτυχία, κυρίως κατά τα πρώτα έτη, όταν τα επιτόκια κυμαίνονταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Έκτοτε, τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, και μέχρι το 2026, το κόστος χρηματοδότησης ενδέχεται να ξεπεράσει υπερδιπλάσια τις αρχικές προβλέψεις. Μαζί με τις αποπληρωμές, η επιβάρυνση αυτή αναμένεται να δημιουργήσει σημαντικές πιέσεις στους μελλοντικούς προϋπολογισμούς της ΕΕ. Οι ελεγκτές υπογραμμίζουν ότι σε κάθε μελλοντικό δανεισμό, η ΕΕ πρέπει να διαχειρίζεται σωστά τους επιτοκιακούς κινδύνους και να καταρτίζει προκαταβολικά σαφές σχέδιο αποπληρωμής, προσδιορίζοντας από πού θα προέλθουν τα χρήματα· κάτι που δεν έγινε στην περίπτωση του RRF.