Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εργάζονται περισσότερο από κάθε άλλο λαό στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2024. Η μέση διάρκεια των πραγματικών εβδομαδιαίων ωρών εργασίας στην κύρια απασχόληση για άτομα ηλικίας 20 έως 64 ετών διαμορφώθηκε στις 36 ώρες σε επίπεδο ΕΕ, μειωμένη κατά μία ώρα σε σύγκριση με τα αντίστοιχα στοιχεία του 2014. Ωστόσο, οι Έλληνες ξεπερνούν κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με 39,8 ώρες εργασίας την εβδομάδα, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή μεταξύ των κρατών-μελών.
Ακολουθούν η Βουλγαρία με 39 ώρες, η Πολωνία με 38,9 ώρες και η Ρουμανία με 38,8 ώρες. Οι διαφορές αυτές αντανακλούν όχι μόνο τα εθνικά εργασιακά πρότυπα και τις συμβάσεις εργασίας, αλλά και τη διάρθρωση της απασχόλησης ανά χώρα, όπως το ποσοστό μερικής απασχόλησης. Στην άλλη άκρη της κλίμακας, οι Ολλανδοί καταγράφουν τις λιγότερες ώρες εργασίας με μόλις 32,1 ώρες εβδομαδιαίως, ενώ ακολουθούν Δανοί, Γερμανοί και Αυστριακοί με 33,9 ώρες.
Σημαντικές διαφοροποιήσεις εντοπίζονται και ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας. Το 2024, ο αγροτικός τομέας, η δασοκομία και η αλιεία είχαν τη μεγαλύτερη μέση διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας στην ΕΕ, με 41,2 ώρες. Ακολουθούν οι δραστηριότητες εξόρυξης και λατομείων με 38,8 ώρες, καθώς και ο κατασκευαστικός τομέας με 38,7 ώρες. Αντίθετα, οι λιγότερες ώρες εργασίας καταγράφονται στις δραστηριότητες των νοικοκυριών ως εργοδοτών, με μόλις 26,7 ώρες την εβδομάδα, στην εκπαίδευση με 31,9 ώρες και στον τομέα των τεχνών, της ψυχαγωγίας και της αναψυχής με 32,9 ώρες.
Οι «πραγματικές εβδομαδιαίες ώρες εργασίας» ορίζονται ως το σύνολο των ωρών που αφιερώνει ένας εργαζόμενος σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την κύρια εργασία του κατά την εβδομάδα αναφοράς. Περιλαμβάνονται όλες οι ώρες εργασίας, συμπεριλαμβανομένων τυχόν υπερωριών, ανεξαρτήτως του αν αυτές αποζημιώνονται ή όχι. Δεν περιλαμβάνονται περίοδοι απουσίας από την εργασία, όπως άδειες, αναρρωτικές ή ο χρόνος μετακίνησης.
Σε αντίθεση με αυτόν τον ορισμό, οι «συνήθεις ώρες εργασίας» αντιπροσωπεύουν τον αριθμό των ωρών που εργάζεται κάποιος σε μία τυπική εβδομάδα, σε μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα και χωρίς να υπολογίζονται εβδομάδες απουσίας. Αποτελούν βασικό εργαλείο για την ανάλυση των μακροχρόνιων τάσεων στον χρόνο εργασίας και των επιπτώσεών του στην παραγωγικότητα, την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, αλλά και τη χάραξη πολιτικής.
Η σύγκριση των χωρών δείχνει ότι παρότι οι Έλληνες εργάζονται περισσότερες ώρες, αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως υψηλότερη αποδοτικότητα. Αντιθέτως, σε χώρες με μικρότερη διάρκεια εβδομαδιαίας εργασίας, όπως η Ολλανδία ή η Δανία, οι δείκτες παραγωγικότητας είναι συχνά υψηλότεροι, γεγονός που υπογραμμίζει ότι η ποσότητα του χρόνου εργασίας δεν είναι από μόνη της επαρκής δείκτης για την αποτίμηση της εργασιακής απόδοσης ή της ποιότητας ζωής.