Το 2024, το ποσοστό ανεργίας για άτομα ηλικίας 15 έως 74 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποχώρησε στο 5,9% του εργατικού δυναμικού, καταγράφοντας το χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της σχετικής στατιστικής χρονοσειράς το 2009. Παράλληλα, το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας διαμορφώθηκε στο 1,9%, επίδοση που αποτελεί επίσης ιστορικό χαμηλό για το σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων.
Μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, η Ελλάδα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας, στο 5,4%. Ακολουθούν η Ισπανία με 3,8% και η Σλοβακία με 3,5%. Αντιθέτως, τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρήθηκαν στις Κάτω Χώρες (0,5%), στη Μάλτα (0,7%) και στην Τσεχία, τη Δανία και την Πολωνία (όλες με 0,8%).
Το ποσοστό ανεργίας στους νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών αυξήθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2023, φτάνοντας το 14,9%. Αντίθετα, στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες τα ποσοστά παρέμειναν χαμηλότερα και παρουσίασαν μικρή υποχώρηση συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά.
Στην ομάδα ηλικιών 25 έως 54 ετών, το ποσοστό ανεργίας ανήλθε στο 5,4%, μειωμένο κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα. Για τα άτομα ηλικίας 55 έως 74 ετών, το ποσοστό διαμορφώθηκε στο 4,1%, με πτώση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Συνολικά, η ανεργία στο ηλικιακό φάσμα 15-74 ετών μειώθηκε κατά 0,2 μονάδες σε σύγκριση με το 2023.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat, βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, ως άνεργος θεωρείται κάθε άτομο ηλικίας 15 έως 74 ετών που δεν εργάστηκε κατά την εβδομάδα αναφοράς, είναι διαθέσιμο να ξεκινήσει εργασία εντός δύο εβδομάδων και έχει προβεί σε ενέργειες αναζήτησης εργασίας τις τέσσερις προηγούμενες εβδομάδες ή έχει βρει εργασία που πρόκειται να ξεκινήσει εντός τριών μηνών.
Το ποσοστό ανεργίας προκύπτει ως το ποσοστό των ανέργων επί του συνολικού εργατικού δυναμικού.