Η ελληνική οικονομία καταγράφει σταθερή πορεία ανάκαμψης, με τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ να δείχνουν ανθεκτική αύξηση του ΑΕΠ τα επόμενα δύο χρόνια, παρά το αβέβαιο διεθνές περιβάλλον και τις προκλήσεις που δημιουργούν οι παγκόσμιες εξελίξεις. Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με την τελευταία Οικονομική Έκθεση του ΟΟΣΑ, οι οικονομικές προοπτικές επιδεινώνονται, καθώς η επιβράδυνση του εμπορίου, οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες και η αβεβαιότητα στην οικονομική πολιτική επηρεάζουν αρνητικά τη δυναμική της ανάπτυξης, διαμορφώνοντας ένα περιβάλλον αυξημένων προκλήσεων για κυβερνήσεις και επιχειρήσεις διεθνώς.
Σταθερή ανάπτυξη με αστερίσκους για την ελληνική οικονομία
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να διατηρηθεί ανθεκτική, με το ΑΕΠ να εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,0% το 2025 και 2,1% το 2026. Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος θα στηρίξει την κατανάλωση, ενώ η αύξηση των επενδύσεων, χάρη στα ευρωπαϊκά κονδύλια, θα διατηρήσει τη θετική δυναμική παρά τη διεθνή αβεβαιότητα. Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού περιορίζουν τις δυνατότητες αύξησης της απασχόλησης, αλλά αναμένεται να ενισχύσουν τις αυξήσεις μισθών. Η επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης και η επιβολή νέων δασμών από τις ΗΠΑ αναμένεται να επηρεάσουν τις εξαγωγές. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σταδιακά προς το 2,0% το 2026, ενώ ο δομικός πληθωρισμός θα διατηρηθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα.
Τυχόν καθυστερήσεις στην εφαρμογή του εθνικού σχεδίου «Ελλάδα 2.0» ή αυξήσεις των μισθών που υπερβαίνουν συστηματικά την παραγωγικότητα ενδέχεται να επιβαρύνουν τις εξαγωγές και την εγχώρια ζήτηση, ιδίως σε περιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων. Η ενίσχυση των επενδύσεων αποτελεί βασικό ζητούμενο, καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος δημιουργεί μεσοπρόθεσμους κινδύνους, ενώ η δημογραφική γήρανση και η κλιματική αλλαγή αυξάνουν τις μελλοντικές δημοσιονομικές απαιτήσεις. Η χαμηλή παραγωγικότητα συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και το βιοτικό επίπεδο. Για την ενίσχυση της ανάπτυξης και τη διατήρηση της πτωτικής πορείας του χρέους, κρίσιμη θεωρείται η απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου και η βελτίωση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού.
Η επιτάχυνση της διαδικασίας αναθεώρησης των επιχειρηματικών ρυθμίσεων και η ενίσχυση της επαγγελματικής κατάρτισης, σε συνδυασμό με τη μείωση της φοροδιαφυγής και τον περιορισμό των φορολογικών δαπανών, εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν τα έσοδα και θα επιτρέψουν στοχευμένες μειώσεις κοινωνικών εισφορών. Οι παρεμβάσεις αυτές αναμένεται να δημιουργήσουν επιπλέον κίνητρα για απασχόληση και να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη δημοσιονομική σταθερότητα.
Παγκόσμια Οικονομία: Επιδείνωση και αβεβαιότητα
Οι παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές καταγράφουν επιδείνωση, καθώς τα εμπόδια στο διεθνές εμπόριο, οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες, η μείωση της εμπιστοσύνης και η αυξημένη αβεβαιότητα στην οικονομική πολιτική αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά τον ρυθμό της ανάπτυξης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ, ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει από 3,3% το 2024 σε 2,9% το 2025 και το 2026. Η επιβράδυνση προβλέπεται να επικεντρωθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, το Μεξικό και την Κίνα, ενώ για τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες οι αναθεωρήσεις είναι μικρότερες. Στις ΗΠΑ, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,8% το 2024, 1,6% το 2025 και 1,5% το 2026, ενώ στη ζώνη του ευρώ ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 0,8% το 2024, 1,0% το 2025 και 1,2% το 2026. Για την Κίνα προβλέπεται μείωση του ρυθμού ανάπτυξης από 5,0% το 2024, σε 4,7% το 2025 και 4,3% το 2026.
Σε ορισμένες οικονομίες εντοπίζονται εκ νέου πληθωριστικές πιέσεις, με το αυξημένο κόστος εμπορίου λόγω δασμών να ενισχύει τον πληθωρισμό, ενώ η πτώση των τιμών των εμπορευμάτων αναμένεται να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα. Ο πληθωρισμός στις χώρες της G20 εκτιμάται ότι θα μειωθεί από 6,2% σε 3,6% το 2025 και σε 3,2% το 2026. Το οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα, η οποία περιορίζει το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις, μειώνοντας την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών και διαμορφώνοντας δυσμενέστερες προοπτικές ανάπτυξης.
Η έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνει ότι η περαιτέρω αύξηση των δασμών και η ενδεχόμενη λήψη αντιμέτρων ενδέχεται να εντείνουν την επιβράδυνση και να προκαλέσουν διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Ο πληθωρισμός μπορεί να διατηρηθεί σε υψηλότερα επίπεδα από τα αναμενόμενα, ειδικά σε αγορές με υψηλό κόστος εμπορίου ή περιορισμένη διαθεσιμότητα εργατικού δυναμικού, με πιθανό αποτέλεσμα πιο αυστηρή νομισματική πολιτική και περαιτέρω εξασθένηση των ρυθμών ανάπτυξης. Η αύξηση των πληρωμών για το χρέος εκτιμάται ότι θα δημιουργήσει δημοσιονομικές πιέσεις σε πολλές κυβερνήσεις, ενώ οι αγορές παραμένουν ασταθείς παρά τη σχετική ανάκαμψη μετά από προηγούμενη πτώση.
Η κατάργηση των πρόσφατων εμπορικών φραγμών εκτιμάται ότι θα βελτίωνε τις προοπτικές της παγκόσμιας ανάπτυξης και θα περιόριζε τον πληθωρισμό. Ταυτόχρονα, η ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ή στη Μέση Ανατολή θα συνέβαλε στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και της εμπιστοσύνης. Οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις, καθώς η αύξηση του κόστους εμπορίου θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες μισθολογικές και τιμολογιακές πιέσεις. Σε περιβάλλον σταθερών προσδοκιών για τον πληθωρισμό και χωρίς περαιτέρω όξυνση των εμπορικών τριβών, οι μειώσεις των επιτοκίων θεωρείται ότι θα πρέπει να συνεχιστούν σε αγορές όπου ο πληθωρισμός μειώνεται και η ζήτηση διατηρείται υποτονική.
Οι κυβερνήσεις καλούνται να διασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και να διατηρούν δυνατότητα δημοσιονομικών παρεμβάσεων σε περίπτωση μελλοντικών σοκ. Κρίσιμη θεωρείται η καλύτερη διαχείριση των δαπανών και των εσόδων μέσω αξιόπιστων και προσαρμοσμένων δημοσιονομικών πλαισίων, με στόχο να διατηρηθεί το χρέος υπό έλεγχο και να διασφαλιστεί η δημοσιονομική ευελιξία. Οι πιέσεις στο εμπόριο, η γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι ήπιες αναπτυξιακές προοπτικές καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για τολμηρές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν το βιοτικό επίπεδο και θα βελτιώσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται σε μέτρα που προάγουν τις ιδιωτικές επενδύσεις, την καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι επενδύσεις διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα από τη χρηματοπιστωτική κρίση και αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη, παρά τη σημαντική άνοδο στην ψηφιακή και γνώση-κεντρική οικονομία. Οι δημόσιες επενδύσεις παραμένουν στάσιμες, ενώ οι επενδύσεις στην κατοικία εξακολουθούν να υστερούν έναντι της ζήτησης. Η ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας μέσω στοχευμένων μεταρρυθμίσεων εκτιμάται ότι μπορεί να συμβάλει στη σταθερότητα και την ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας τα επόμενα χρόνια.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση του ΑΕΠ προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2,0% το 2025 και στο 2,1% το 2026, με τις εκταμιεύσεις από τα Ταμεία Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενισχύουν τις επενδύσεις. Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αναμένεται να στηρίξουν την κατανάλωση, τη στιγμή που οι εξαγωγές παρουσιάζουν επιβράδυνση λόγω της χαμηλότερης εξωτερικής ζήτησης. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 2,0% το 2026, κυρίως λόγω της αποκλιμάκωσης των τιμών της ενέργειας, παρά την επίμονη άνοδο του κόστους στις υπηρεσίες και το αυξημένο κόστος εμπορίου. Τυχόν καθυστερήσεις στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων, υπερβολικές αυξήσεις μισθών ή ακραία καιρικά φαινόμενα ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις προβλέψεις. Για το 2025 και το 2026 αναμένονται πρωτογενή πλεονάσματα 2,1% και 2,2% του ΑΕΠ, με θετική συμβολή από τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης και με διατήρηση της δημόσιας οφειλής σε πτωτική πορεία.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2024, η ελληνική οικονομία κατέγραψε άνοδο 0,9%, με βασικό μοχλό τις επενδύσεις. Παρά τη μείωση των προσδοκιών στη μεταποίηση και τις υπηρεσίες, οι δείκτες εξακολουθούν να δείχνουν ανάπτυξη έως τον Απρίλιο του 2025. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 0,5% έως τον Μάρτιο του 2025, με ετήσια αύξηση 5,4% στους ονομαστικούς μισθούς μέχρι το τέλος του 2024, ενώ οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Ο ετήσιος πληθωρισμός ανήλθε στο 2,6% τον Απρίλιο του 2025 και ο δομικός πληθωρισμός στο 3,8%, με τις υπηρεσίες να αποτελούν τη βασική πηγή ανόδου των τιμών.
Τα επιχειρηματικά δάνεια αυξήθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, με τον δανεισμό προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις να είναι 14% υψηλότερος από τον Αύγουστο του 2024 έως τον Μάρτιο του 2025, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Τα επιτόκια για νέα δάνεια μειώθηκαν από 5,7% τον Αύγουστο του 2024 σε 4,3% τον Μάρτιο του 2025. Το εμπορικό έλλειμμα διευρύνθηκε το 2024, καθώς η άνοδος των εισαγωγών ξεπέρασε τις εξαγωγές, ενώ ο τουριστικός τομέας σημείωσε ηπιότερη αύξηση. Τα ταξιδιωτικά έσοδα στο δεύτερο εξάμηνο του 2024 αυξήθηκαν κατά 1,8% έναντι του 2023, με αισθητή επιβράδυνση συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη. Οι εξαγωγές αγαθών το τέταρτο τρίμηνο του 2024 ήταν μειωμένες κατά 3,3% σε ετήσια βάση. Οι εμπορικές σχέσεις με τις ΗΠΑ παραμένουν περιορισμένες, αλλά οι αμερικανικοί δασμοί αναμένεται να επηρεάσουν και τη ζήτηση από χώρες όπως η Γερμανία.
Σε δημοσιονομικό επίπεδο, οι πολιτικές παραμένουν υποστηρικτικές, με τις εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να προβλέπεται ότι θα αυξηθούν από 1,8% του ΑΕΠ το 2024 σε 3,6% το 2026. Η αύξηση των φορολογικών εσόδων μέσω βελτιωμένων διαδικασιών είσπραξης εκτιμάται ότι θα διασφαλίσει τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων και θα δημιουργήσει χώρο για πρόσθετες δαπάνες. Το πρωτογενές πλεόνασμα το 2025 προβλέπεται στο 2,1% και το 2026 στο 2,2% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο 140% έως το 2026. Τα νέα μέτρα για το 2025 περιλαμβάνουν μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα, αυξήσεις εισοδημάτων για συνταξιούχους και δημοσίους υπαλλήλους, καθώς και αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6% τον Απρίλιο του 2025. Προβλέπεται συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 8% έως τον Απρίλιο του 2027, με τους μισθούς στο δημόσιο τομέα να ακολουθούν αντίστοιχη πορεία.