Το 2024, το ευρωπαϊκό ηλεκτρονικό εμπόριο λειτούργησε σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό και μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με την είσοδο 4,6 δισεκατομμυρίων μικροδεμάτων από τρίτες χώρες προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΣΕΕ, το 91% αυτών των δεμάτων προήλθε από την Κίνα, φέρνοντας στο προσκήνιο τον ρόλο των ασιατικών marketplace, με κυρίαρχες πλατφόρμες την Temu και τη Shein. Στην Ελλάδα, η επίδραση των κινεζικών πλατφορμών είναι ακόμα πιο έντονη, καθώς η χώρα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες αγορές-στόχους των δύο εταιρειών στην Ευρώπη, τόσο βάσει αγοραστικής δραστηριότητας όσο και ρυθμού διείσδυσης.
Οι οικονομικές επιπτώσεις, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, είναι σημαντικές. Ο εκτιμώμενος ετήσιος τζίρος των αγορών προϊόντων αξίας έως 150 ευρώ από τις κινεζικές πλατφόρμες στην Ελλάδα ανέρχεται σε 529 έως 627 εκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με προσομοιώσεις Monte Carlo, ανάλογα με τον υπολογισμό βάσει αριθμού εισερχόμενων μικροδεμάτων ή βάσει ενεργών αγοραστών και μέσης ετήσιας δαπάνης ανά χρήστη. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 17,6% έως 20,9% της συνολικής ελληνικής αγοράς ηλεκτρονικού εμπορίου, που εκτιμάται στα 3 δισεκατομμύρια ευρώ. Με άλλα λόγια, ένα στα πέντε ευρώ που δαπανάται στο ελληνικό ηλεκτρονικό εμπόριο καταλήγει τελικά στην Κίνα, κάτι που δείχνει τον αντίκτυπο στην εγχώρια αγορά από τις ασιατικές πλατφόρμες, όπως και τον ρυθμό μεταφοράς τζίρου εκτός ελληνικής οικονομίας.
Το καθεστώς «de minimis», το οποίο επιτρέπει την αδασμολόγητη εισαγωγή προϊόντων αξίας έως 150 ευρώ, έχει οδηγήσει σε στρεβλώσεις ανταγωνισμού και μεγάλη απώλεια δημοσίων εσόδων για το ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με την ανάλυση του ΙΝΕΜΥ/ΕΣΕΕ, η συνολική δημοσιονομική απώλεια από δασμούς, φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και φόρο μισθωτών υπηρεσιών εκτιμάται μεταξύ 188,1 και 204,3 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Το ποσό αυτό ισοδυναμεί με το 100% του τέλους επιτηδεύματος για τα νομικά πρόσωπα ή τριπλάσια έσοδα από την τεκμαρτή φορολόγηση του λιανεμπορίου. Η ανάλυση δείχνει ότι οι απώλειες σε δασμούς ανέρχονται στα 56,5 εκατομμύρια ευρώ, οι απώλειες από φόρους κυμαίνονται μεταξύ 11,6 και 13,8 εκατ. ευρώ, ενώ οι απώλειες από ασφαλιστικές εισφορές εκτιμώνται σε 30 με 35,5 εκατομμύρια ευρώ. Παράλληλα, ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών που χάνεται υπολογίζεται μεταξύ 7,6 και 9 εκατ. ευρώ. Σημαντική είναι και η εκτίμηση για χαμένες θέσεις εργασίας, που κυμαίνονται μεταξύ 4.725 και 5.601 ετησίως.
Πέραν των δημοσιονομικών απωλειών, η ταχεία διείσδυση των Temu και Shein έχει ενισχύσει το φαινόμενο του αθέμιτου ανταγωνισμού για τις ελληνικές και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς οι πλατφόρμες αυτές παρακάμπτουν τελωνειακούς ελέγχους και προδιαγραφές συμμόρφωσης. Τα προϊόντα που διακινούνται συχνά δεν πληρούν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας και ποιότητας, ενώ η παρακολούθηση της προέλευσής τους είναι περιορισμένη. Επιπλέον, πρακτικές όπως οι τεχνητές εκπτώσεις, τα «ρολόγια αντίστροφης μέτρησης», τα dark patterns, τα παιχνίδια ανταμοιβών και η ασαφής πληροφόρηση για τα δικαιώματα καταναλωτή έχουν οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην κατηγοριοποίηση των πλατφορμών αυτών ως «Πολύ Μεγάλες Διαδικτυακές Πλατφόρμες» υπό το νέο Κανονισμό για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA). Η κατάταξή τους αυτή συνεπάγεται υποχρεώσεις διαφάνειας, ελέγχου παραπλανητικού περιεχομένου και προστασίας προσωπικών δεδομένων, καθώς παρατηρείται μεταφορά και εμπορική αξιοποίηση δεδομένων ευρωπαίων καταναλωτών σε τρίτες χώρες, όπως η Κίνα.
Ταυτόχρονα, οι κινέζικες πλατφόρμες έχουν αξιοποιήσει επιθετικές στρατηγικές μάρκετινγκ, με έντονη παρουσία στα social media, εκτεταμένη χρήση influencers και σημαντική διαφημιστική δαπάνη. Η πολιτική των ΗΠΑ να περιορίσουν τις δραστηριότητές τους είχε ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση διαφημιστικής δαπάνης 1,4 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την ευρωπαϊκή αγορά, οδηγώντας σε εκτίναξη του κόστους διαφήμισης (cost per click) μεταξύ 15% και 54%. Το γεγονός αυτό συμβάλλει περαιτέρω στη γρήγορη ενίσχυση του μεριδίου αγοράς των Temu και Shein, διαμορφώνοντας νέες καταναλωτικές συνήθειες κυρίως στις νεότερες ηλικίες, με κύριο κριτήριο την τιμή και την ευκολία πρόσβασης σε διεθνείς επιλογές.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ΕΣΕΕ και το ΙΝΕΜΥ προτείνουν ένα πακέτο άμεσων μέτρων σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο: κατάργηση του καθεστώτος «de minimis» για τις εισαγωγές έως 150 ευρώ, επιβολή διαχειριστικού τέλους και αυστηροποίηση των τελωνειακών ελέγχων, εναρμόνιση των προδιαγραφών ασφαλείας, καλύτερη ενημέρωση των καταναλωτών και ενίσχυση της ψηφιακής μετάβασης των ελληνικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ζητούν τη δημιουργία one-stop υπηρεσίας για την καθημερινή εποπτεία των πλατφορμών, την παροχή οικονομικών και φορολογικών κινήτρων στις ελληνικές επιχειρήσεις (όπως επιδότηση e-shops, logistics και marketing, μητρώο «Made in Greece») και την υλοποίηση ενημερωτικών εκστρατειών με στόχο την ενίσχυση της φιλοπεριβαλλοντικής καταναλωτικής συνείδησης.
Η ενίσχυση της λειτουργικής ικανότητας των τελωνειακών αρχών και η θέσπιση μεταβατικού μηχανισμού για τον έλεγχο μικροδεμάτων, με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, κρίνονται απαραίτητες έως ότου ολοκληρωθούν οι δομικές μεταρρυθμίσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι προτάσεις στοχεύουν τόσο στη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για το ελληνικό και ευρωπαϊκό εμπόριο, όσο και στην προστασία των καταναλωτών και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.