Η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά εμπιστοσύνης στα μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία του Digital News Report 2025 του Ινστιτούτου Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, επιβεβαιώνοντας μια σταθερή τάση των τελευταίων ετών. Μόλις το 22% των Ελλήνων δηλώνει ότι εμπιστεύεται τις ειδήσεις, ποσοστό που κατατάσσει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ 48 αγορών, μαζί με την Ουγγαρία. Η έλλειψη εμπιστοσύνης διαπερνά όλες τις ηλικιακές και πολιτικές ομάδες, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στους νεότερους και σε όσους τοποθετούνται αριστερά στο πολιτικό φάσμα.
Η πτώση της εμπιστοσύνης αφορά τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά μέσα. Ενδεικτικά, η ΕΡΤ καταγράφει πτώση κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με πέρυσι, ενώ ο ΣΚΑΪ σημειώνει μείωση κατά 10 μονάδες. Η πτώση της εμπιστοσύνης καταγράφεται οριζόντια σε όλα τα μεγάλα brands, χωρίς καμία εξαίρεση. Οι εξελίξεις αυτές συνδέονται και με τη δημόσια συζήτηση για τον ρόλο των μέσων στην κάλυψη του δυστυχήματος των Τεμπών, αλλά και με τις γενικότερες αμφιβολίες για την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας στη χώρα. Παράλληλα, το 7% των Ελλήνων δηλώνει ότι πληρώνει για online ειδήσεις, ποσοστό σημαντικά χαμηλότερο από χώρες όπως η Νορβηγία και η Σουηδία.
Η ενημέρωση μέσω των social media κυριαρχεί, με το 64% των Ελλήνων χρηστών διαδικτύου να τα χρησιμοποιεί ως βασική πηγή ειδήσεων. Το YouTube (30%), το Instagram (21%) και το TikTok (17%) εμφανίζουν ιδιαίτερη δυναμική, κυρίως στις νεότερες ηλικίες. Σύμφωνα πάντα με αυτήν την μελέτη, διαίτερη ανησυχία προκαλεί η άνοδος ενός δικτύου ακροδεξιών YouTubers και influencers, συχνά με διασυνδέσεις με το παρελθόν της Χρυσής Αυγής, που διαμορφώνουν συζητήσεις γύρω από ακραία ή συνωμοσιολογικά θέματα, υπερσυντηρητική ρητορική και στήριξη σε ξένους πολιτικούς ηγέτες όπως ο Τραμπ και ο Πούτιν. Αρκετοί από αυτούς διαθέτουν μεγαλύτερη online απήχηση από τα παραδοσιακά μέσα.
Τα podcasts έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν σημαντικό χώρο στην ενημέρωση των Ελλήνων, με 9% να τα χρησιμοποιούν κάθε εβδομάδα για ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Μέσα όπως το Βήμα, η Καθημερινή και το LiFO έχουν λανσάρει podcasts επικαιρότητας, ωστόσο, το κοινό παραμένει προσανατολισμένο κυρίως σε ψυχαγωγικά και lifestyle podcasts, που διατηρούν μεγαλύτερη δημοφιλία. Ταυτόχρονα, το τοπίο των μετρήσεων παραμένει θολό, αφού δεν υφίσταται ενιαίο, αξιόπιστο σύστημα για τη μέτρηση επισκεψιμότητας και μοναδικών χρηστών στα ελληνικά sites, κάτι που δυσκολεύει τον ανταγωνισμό με τις διεθνείς πλατφόρμες ως προς τη διαφημιστική πίτα.
Σημαντικές εξελίξεις σημειώνονται στον χώρο των αριστερών μέσων ενημέρωσης. Το Rosa Progressive, ψηφιακό μέσο με έντονη παρουσία στα social media, εξαγοράστηκε από τον Politis Media Group, ενώ η Αυγή, εμβληματική εφημερίδα της Αριστεράς, διέκοψε την καθημερινή έντυπη έκδοση λόγω οικονομικών προβλημάτων. Εργαζόμενοι τόσο στην Αυγή όσο και στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο» διαμαρτύρονται για καθυστερήσεις στις πληρωμές, αποτυπώνοντας τη δύσκολη οικονομική συγκυρία για τον κλάδο και τις ανακατατάξεις στο πολιτικό τοπίο.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει χαμηλές επιδόσεις και στην ελευθερία του Τύπου, καταλαμβάνοντας την 89η θέση ανάμεσα σε 180 χώρες στη σχετική κατάταξη των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF). Η φετινή χρονιά χαρακτηρίστηκε επίσης από δικαστικές αποφάσεις για την υπόθεση των υποκλοπών, με τα ελληνικά δικαστήρια να απορρίπτουν αγωγές για δημοσιεύματα, επιβεβαιώνοντας την τήρηση των αρχών της δεοντολογίας από τα μέσα. Παράλληλα, η ΠΟΕΣΥ προετοιμάζει κώδικα δεοντολογίας για τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στη δημοσιογραφία, ενώ η ενσωμάτωση AI στα ελληνικά media παραμένει περιορισμένη, κυρίως σε υπηρεσίες μετάφρασης ή ηχογράφησης άρθρων.
Σε διεθνές επίπεδο, η φετινή έκθεση διαπιστώνει ότι το ενδιαφέρον για τα παραδοσιακά μέσα συνεχίζει να φθίνει, ενώ η ενημέρωση από προσωπικότητες και influencers αυξάνεται ραγδαία, προκαλώντας κατακερματισμό του ενημερωτικού τοπίου και νέα ερωτήματα για την αξιοπιστία της πληροφόρησης. Το 58% των ερωτηθέντων παγκοσμίως δηλώνει ότι ανησυχεί για το κατά πόσο μπορεί να διακρίνει την αλήθεια στο διαδίκτυο, με influencers και πολιτικούς να θεωρούνται οι βασικές πηγές παραπληροφόρησης. Η πληρωμή για online ειδήσεις παραμένει χαμηλή διεθνώς, με το 18% να πληρώνει σε 20 πλουσιότερες χώρες και σαφώς χαμηλότερα ποσοστά στις υπόλοιπες.
Παράλληλα, η τεχνητή νοημοσύνη και τα chatbots αναδύονται ως νέα εργαλεία στην ενημέρωση, με ανησυχίες για τη διαφάνεια, την αξιοπιστία και τη μείωση της ανθρώπινης παρέμβασης. Το κοινό, αν και αναγνωρίζει τα οφέλη της εξατομίκευσης και της ταχύτερης ενημέρωσης, παραμένει επιφυλακτικό για τη χρήση της AI στα ειδησεογραφικά περιβάλλοντα. Τέλος, η ανάγκη για αξιόπιστες πηγές παραμένει ισχυρή, με τα παραδοσιακά media και τις επίσημες πηγές να διατηρούν τον ρόλο του τελικού κριτή για τη διασταύρωση της αλήθειας, έστω και αν το κοινό δεν τα επισκέπτεται τόσο συχνά όσο παλαιότερα.