Η Ελλάδα κατατάσσεται στους «Μέτριους Καινοτόμους» της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το 2025, με δείκτη καινοτομίας στο 75,8% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, σύμφωνα με τα στοιχεία του European Innovation Scoreboard. Η χώρα βρίσκεται στη 20ή θέση μεταξύ των κρατών-μελών, καταγράφοντας σημαντική πρόοδο από το 2018, καθώς ενίσχυσε τη θέση της κατά 15,3 ποσοστιαίες μονάδες. Παρά τη διαχρονική αυτή άνοδο, το τελευταίο έτος παρουσιάζεται ελαφρά υποχώρηση της συνολικής επίδοσης κατά 2,9 μονάδες, στοιχείο που αποδίδεται κυρίως στις αυξημένες διεθνείς προκλήσεις και στον εντεινόμενο ανταγωνισμό.
Η ανάλυση των δεικτών καταδεικνύει ότι η Ελλάδα διατηρεί εξαιρετικά υψηλές επιδόσεις στο ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που καινοτομούν σε προϊόντα και επιχειρησιακές διαδικασίες, κατακτώντας την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση στους συγκεκριμένους δείκτες. Εξίσου θετική είναι η θέση της χώρας στις δαπάνες για καινοτομία που δεν σχετίζονται με Έρευνα και Ανάπτυξη, καταλαμβάνοντας την έκτη θέση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ παρουσιάζει υψηλές επιδόσεις και στην απασχόληση σε καινοτόμες επιχειρήσεις, φθάνοντας το 134,1% του μέσου όρου της ΕΕ. Αξιοσημείωτη είναι η συνεχής βελτίωση σε πωλήσεις νέων προϊόντων, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην τρίτη θέση στην Ένωση, και στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για Έρευνα και Ανάπτυξη, οι οποίες πλησιάζουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο με ποσοστό 105% και κατατάσσουν τη χώρα στην όγδοη θέση. Επιπλέον, η Ελλάδα καταγράφει θετική παρουσία σε διεθνείς επιστημονικές συμπαραγωγές (93,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου) και σε επιστημονικές δημοσιεύσεις υψηλής απήχησης (98,2%).
Παρά τα παραπάνω, η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Η συμμετοχή του πληθυσμού στη δια βίου μάθηση παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή, κατατάσσοντας τη χώρα στην 26η θέση της ΕΕ, ενώ το ποσοστό των ξένων διδακτόρων δεν ξεπερνά το 5,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, γεγονός που υποδηλώνει αδυναμία προσέλκυσης διεθνών ταλέντων. Στον τομέα της ψηφιοποίησης, η χώρα παραμένει ουραγός, καθώς η πρόσβαση σε ευρυζωνικά δίκτυα υψηλής ταχύτητας διαμορφώνεται στο 31,5% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, η χρήση cloud στο 43,7%, ενώ οι ειδικοί τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών (ICT specialists) αντιπροσωπεύουν μόλις το 36,1% του μέσου όρου της ΕΕ, τοποθετώντας την Ελλάδα στη 27η θέση. Επιπλέον, οι δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης στον ιδιωτικό τομέα (48,3%) και η πρόσβαση σε επιχειρηματικά κεφάλαια (35,3%) παραμένουν χαμηλά σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Ενδεικτικό της δομικής εικόνας είναι το γεγονός ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόλις στο 68,7% του μέσου όρου της ΕΕ, ενώ η ένταση του ψηφιακού μετασχηματισμού στις επιχειρήσεις είναι σημαντικά χαμηλότερη (19,5% έναντι 34,2% στην ΕΕ). Παράλληλα, το μεγαλύτερο μέρος της καινοτομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αφορά σε «εσωτερική» καινοτομία, δηλαδή βελτιώσεις σε υπάρχοντα προϊόντα ή διαδικασίες και όχι σε ριζικές καινοτομίες που ανοίγουν νέες αγορές. Η χώρα εμφανίζει σταθερά χαμηλές επιδόσεις στις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας (47%), βιομηχανικά σχέδια (21,4%), ενώ οι εξαγωγές προϊόντων μέσης και υψηλής τεχνολογίας διαμορφώνονται στο 19,7% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Σε περιφερειακό επίπεδο, η καινοτομική απόδοση της Ελλάδας παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Η Κρήτη και η Αττική κατατάσσονται ως «Μέτριοι Καινοτόμοι», ενώ ακολουθούν η Κεντρική Μακεδονία, η Δυτική Ελλάδα και η Ήπειρος με επίσης σχετικά καλές επιδόσεις. Η Κρήτη διακρίνεται για τις μη R&D δαπάνες καινοτομίας, την απασχόληση σε καινοτόμες επιχειρήσεις και τη συμβολή ερευνητικών ιδρυμάτων όπως το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (FORTH). Σημαντική βελτίωση σημειώνουν τα τελευταία χρόνια και το Βόρειο Αιγαίο (+15,7 μονάδες από το 2018), η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη (+21,1 μονάδες) και η Ήπειρος (+23,8 μονάδες). Ωστόσο, περιφέρειες όπως η Δυτική Μακεδονία και το Νότιο Αιγαίο συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν διαρθρωτικά προβλήματα, όπως περιορισμένη πρόσβαση σε ερευνητικές υποδομές, μείωση πληθυσμού και εξάρτηση από παραδοσιακούς κλάδους. Αξίζει να σημειωθεί ότι έξι περιφέρειες κατατάσσονται ως Emerging+ Innovators και δύο ως Emerging Innovators, αποτυπώνοντας τις διαφορές στην περιφερειακή ανάπτυξη και καινοτομία.
Η διακυβέρνηση της καινοτομίας στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από κεντρικό συντονισμό, καθώς οι περιφέρειες αποτελούν κυρίως στατιστικές και όχι πολιτικές μονάδες, χωρίς αυτονομία στη χάραξη τοπικής πολιτικής καινοτομίας. Η στρατηγική Έξυπνης Εξειδίκευσης (RIS3) σχεδιάζεται και υλοποιείται σε εθνικό επίπεδο, με περιορισμένο περιθώριο προσαρμογής στις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής.
Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η Ελλάδα εμφανίζει αυξημένη απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών και χαμηλότερη παραγωγικότητα εργασίας και πόρων, ενώ οι εξαγωγές υπηρεσιών έντασης γνώσης βρίσκονται στο 63,1% του μέσου όρου της ΕΕ. Παράλληλα, η χώρα διατηρεί θετική δυναμική στη βελτίωση των επιδόσεων της σε επιμέρους δείκτες, όπως οι δημόσιες-ιδιωτικές συμπαραγωγές και η παραγωγικότητα CO2, αν και εξακολουθεί να υπολείπεται στη μετατροπή της επιστημονικής έρευνας σε εμπορικά αξιοποιήσιμα αποτελέσματα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι επιδόσεις στον τομέα της καινοτομίας ακολουθούν ανοδική πορεία, με το σχετικό δείκτη να έχει αυξηθεί κατά 12,6 μονάδες από το 2018. Όλες οι χώρες της ΕΕ έχουν βελτιώσει τις επιδόσεις τους, με τη Σουηδία να διατηρεί την πρώτη θέση και την Ιρλανδία να ηγείται της ομάδας των «Ισχυρών Καινοτόμων». Η Εσθονία σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο, ενώ η Κροατία εντάχθηκε στους «Μέτριους Καινοτόμους». Από το 2024 έως το 2025 παρατηρείται ελαφρά μείωση του συνολικού δείκτη κατά 0,4 μονάδες, σε περιβάλλον αυξανόμενου παγκόσμιου ανταγωνισμού. Σε περιφερειακό επίπεδο, 233 από τις 241 περιφέρειες της ΕΕ βελτίωσαν τις επιδόσεις τους από το 2018 έως το 2025, αν και 82 εξ αυτών κατέγραψαν υποχώρηση την τελευταία διετία. Παρά τη σύγκλιση που επιτυγχάνεται, οι διαφορές μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ευρώπης παραμένουν, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές και καλύτερη διασύνδεση έρευνας, επιχειρήσεων και αγοράς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο σύνολο της Ένωσης.



