Η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα παραμένει ακρογωνιαίος λίθος της ελληνικής παραγωγικής βάσης: σύμφωνα με το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank (30 Ιουλίου 2025) αντιστοιχεί στο 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, στο 84,7% της συνολικής απασχόλησης και στο 62,8% της πραγματικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας, ενώ στη χώρα λειτουργούν 79 ΜμΕ ανά 1 000 κατοίκους έναντι 58 στην ΕΕ-27. Από το 2008 ο αριθμός ελληνικών ΜμΕ αυξήθηκε περίπου 18% όταν στο σύνολο της Ένωσης η μεταβολή περιορίστηκε σε 1%.
Το 2024 ο συνολικός αριθμός των ΜμΕ ενισχύθηκε 3,5%, η απασχόληση 2,9% και η ΑΠΑ σε σταθερές τιμές 0,6%. Για το 2025 προβλέπεται ότι οι πολύ μικρές μονάδες θα αυξηθούν 3,6% και θα σημειώσουν διψήφιες βελτιώσεις τόσο στην απασχόληση όσο και στην πραγματική προστιθέμενη αξία, ενώ οι κατηγορίες μικρών και μεσαίων αναμένεται να παραμείνουν σχεδόν αμετάβλητες, εδραιώνοντας τη μετατόπιση του βάρους προς επιχειρήσεις με λιγότερους από δέκα εργαζομένους.
Η έρευνα SAFE καταγράφει την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού ως κορυφαίο εμπόδιο για το 33% των ελληνικών ΜμΕ, με το αυξημένο κόστος παραγωγής ή εργασίας στο 16%, τη δυσπρόσιτη χρηματοδότηση στο 14% -υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-27- και το ρυθμιστικό πλαίσιο στο 11%. Αν και οι ίδιες επιχειρήσεις εμφανίζονται πρώτες στην Ένωση ως προς την αισιοδοξία για τζίρο και δεύτερες ως προς την προσδοκώμενη κερδοφορία, η παραγωγικότητά τους παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ-27: η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο ανήλθε το 2024 σε 20 100 €, με τις πολύ μικρές μονάδες να περιορίζονται σε 14 300 €, τις μικρές σε 21 600 € και τις μεσαίες σε 37 000 €.
Η κλαδική σύνθεση επιδεινώνει το χάσμα: το 73% των ελληνικών ΜμΕ δραστηριοποιείται σε κλάδους χαμηλής έντασης γνώσης ή τεχνολογίας έναντι 67% στην ΕΕ-27, ενώ οι πολύ μικρές επιχειρήσεις κατέχουν 47% της συνολικής απασχόλησης και 25% της ΑΠΑ, όταν τα αντίστοιχα μερίδια στην Ένωση δεν υπερβαίνουν 30% και 20%. Επιπλέον, οι αυτοαπασχολούμενοι φτάνουν το 27% του συνόλου έναντι 14% στον μέσο ευρωπαϊκό όρο και μόλις 7% της ελληνικής μεταποίησης κατατάσσεται σε μεσαία-υψηλή ή υψηλή τεχνολογία έναντι 12% στην ΕΕ-27.
Στον ψηφιακό μετασχηματισμό, μόλις 53,4% των ελληνικών ΜμΕ διαθέτει τουλάχιστον βασική ψηφιακή ένταση, κατατάσσοντας τη χώρα προτελευταία στην Ένωση. Η χρήση εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης ανέβηκε από 3,5% σε 8,2% στις μικρές και από 5,7% σε 15,9% στις μεσαίες επιχειρήσεις το διάστημα 2023-24, αλλά παραμένει κάτω από τους ευρωπαϊκούς μέσους 11,2% και 21%. Στις ηλεκτρονικές πωλήσεις οι μικρές μονάδες υπερβαίνουν το ευρωπαϊκό πρότυπο με 23,6% έναντι 21,9%, ενώ οι μεσαίες υπολείπονται με 20,5% έναντι 30,5%, παρότι πριν από μία δεκαετία τα εγχώρια ποσοστά κυμαίνονταν μόλις στο 8-12%.
Η πρόσβαση σε κεφάλαια ενισχύεται μέσω του «Ελλάδα 2.0» και του ΕΣΠΑ: έχουν συμβασιοποιηθεί 265 δάνεια ύψους 2,79 δισ. €, δηλαδή 55,4% του διαθέσιμου ορίου, και εγκριθεί επιδοτήσεις 1,4 δισ. € για ψηφιακό μετασχηματισμό, εξοικονόμηση ενέργειας και έρευνα-καινοτομία. Παράλληλα προχωρούν μεταρρυθμίσεις που μειώνουν το διοικητικό κόστος—αναλογικά υψηλότερο στις μικρότερες μονάδες—και ενθαρρύνουν συνεργασίες, συγχωνεύσεις και αύξηση κλίμακας, ώστε οι ελληνικές ΜμΕ να βελτιώσουν την παραγωγικότητα, την τεχνολογική ένταση και τη δυνατότητά τους να ανταγωνιστούν αποτελεσματικότερα στην ενιαία αγορά.



