Μια νέα μελέτη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων αποκαλύπτει ένα βαθύ και επίμονο επενδυτικό χάσμα που υπονομεύει την ενεργειακή μετάβαση και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, ωθώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΤΕπ να απαντήσουν με μια νέα, μεγάλης κλίμακας χρηματοδοτική πρωτοβουλία ύψους 17,5 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η έρευνα, που βασίστηκε σε δεδομένα από την ετήσια Έρευνα Επενδύσεων της ΕΤΕπ, με δείγμα περίπου 12.000 ευρωπαϊκών και 900 αμερικανικών επιχειρήσεων, διαπιστώνει ότι ενώ το 60% των μεγάλων εταιρειών επένδυσαν στην ενεργειακή απόδοση το 2024, το αντίστοιχο ποσοστό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν μόλις 40%. Σε άμεση ανταπόκριση σε αυτό το τεκμηριωμένο κενό της αγοράς, η πρωτοβουλία που ανακοινώθηκε στις Βρυξέλλες, στοχεύει να υποστηρίξει περισσότερες από 350.000 επιχειρήσεις, κυρίως ΜμΕ, ώστε να υιοθετήσουν αποδοτικές τεχνολογίες, να μειώσουν το κόστος τους και να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους.
Η ανάλυση της ΕΤΕπ έρχεται σε μια κρίσιμη συγκυρία για την ευρωπαϊκή οικονομία. Παρόλο που η κατανάλωση ενέργειας στην ΕΕ μειώνεται σταθερά τις τελευταίες δύο δεκαετίες και η οικονομική ανάπτυξη έχει πλέον αποσυνδεθεί από τη χρήση ενέργειας από το 2020, οι τιμές παραμένουν υψηλές και ασταθείς, δημιουργώντας ένα σαφές ανταγωνιστικό μειονέκτημα, ιδίως έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών. Η έρευνα ποσοτικοποιεί αυτό το πρόβλημα, δείχνοντας ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις δαπανούν υψηλότερο ποσοστό του κύκλου εργασιών τους σε λογαριασμούς ενέργειας σε σύγκριση με τις αμερικανικές. Το ενεργειακό κόστος έχει αναδειχθεί σε κυρίαρχη ανησυχία, με το ποσοστό των εταιρειών που το αναφέρουν ως μείζον εμπόδιο για τις επενδύσεις τους να εκτινάσσεται από περίπου 30% το 2021 σε πάνω από 60% το 2022, παραμένοντας σε υψηλά επίπεδα, λίγο κάτω από το 50%, το 2024.
Στην καρδιά της μελέτης βρίσκεται ένα ανησυχητικό παράδοξο: οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αποδεδειγμένα δαπανούν μεγαλύτερο μέρος του τζίρου τους σε ενέργεια και παρουσιάζουν μεγαλύτερη αστάθεια στα ενεργειακά τους έξοδα, καθιστάμενες πιο ευάλωτες σε κρίσεις και οικονομικούς περιορισμούς, είναι ταυτόχρονα και αυτές που επενδύουν λιγότερο στην ενεργειακή τους θωράκιση. Τα κίνητρα πίσω από τις επενδυτικές αποφάσεις ποικίλλουν σημαντικά. Για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, η κύρια κινητήρια δύναμη είναι συχνά η ανάγκη συμμόρφωσης με το αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ. Αντίθετα, οι λιγότερο ενεργοβόρες επιχειρήσεις τείνουν να βλέπουν τις επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση ως ξεκάθαρες επιχειρηματικές ευκαιρίες για αύξηση της κερδοφορίας και της παραγωγικότητας.
Τα εμπόδια που εμποδίζουν τις ΜμΕ να επενδύσουν είναι συγκεκριμένα και πολυεπίπεδα. Σύμφωνα με την έρευνα, οι τρεις βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες είναι η έλλειψη πρόσβασης σε επαρκή χρηματοδότηση, η δυσκολία εύρεσης προσωπικού με τις κατάλληλες τεχνικές δεξιότητες και η έντονη αβεβαιότητα για το μέλλον. Αυτοί οι παράγοντες συνθέτουν το «παράδοξο της ενεργειακής απόδοσης», όπου οι υψηλές τιμές, αντί να λειτουργούν αποκλειστικά ως κίνητρο, αυξάνουν την αντίληψη του ρίσκου και τελικά αποθαρρύνουν την ανάληψη δράσης. Ωστόσο, η έρευνα τεκμηριώνει και τους καταλύτες της επιτυχίας: η ψηφιοποίηση, οι βελτιωμένες διοικητικές πρακτικές και η θεώρηση της πράσινης μετάβασης ως ευκαιρίας αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα επένδυσης. Πάνω από όλα, αποδεικνύεται ότι η στοχευμένη δημόσια στήριξη είναι εξαιρετικά αποτελεσματική, αυξάνοντας την πιθανότητα επένδυσης κατά 15 έως 19 ποσοστιαίες μονάδες.
Η νέα πρωτοβουλία, που φιλοδοξεί να κινητοποιήσει συνολικές επενδύσεις άνω των 65 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2027, έχει σχεδιαστεί για να αντιμετωπίσει συστηματικά τα εμπόδια αυτά. Θα δημιουργηθεί μια «υπηρεσία μιας στάσης» που θα λειτουργεί ως ενιαίο σημείο εισόδου σε όλο το φάσμα των χρηματοδοτικών εργαλείων του Ομίλου της ΕΤΕπ, απλοποιώντας και επιταχύνοντας δραστικά τις διαδικασίες για τις ΜμΕ. Παράλληλα, θα αναπτυχθούν ειδικές επενδυτικές πλατφόρμες σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Κεντρικό ρόλο θα διαδραματίσει το καινοτόμο μοντέλο της «υπηρεσιοποίησης», που προωθείται με το Ίδρυμα Solar Impulse. Το μοντέλο αυτό επιτρέπει στις επιχειρήσεις να πληρώνουν για το τελικό αποτέλεσμα, όπως η θέρμανση και ο φωτισμός, αντί να αγοράζουν τον εξοπλισμό, με τον πάροχο της υπηρεσίας να διατηρεί την ιδιοκτησία και την ευθύνη καλής λειτουργίας, εξαλείφοντας έτσι το αρχικό κόστος επένδυσης.
Η Πρόεδρος του Ομίλου της ΕΤΕπ, Nadia Calviño, τόνισε ότι η πρωτοβουλία αποτελεί «ένα σημαντικό βήμα για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης». Ο Επίτροπος Ενέργειας, Dan Jørgensen, δήλωσε ότι το πρόγραμμα «θα είναι καίριας σημασίας για την κάλυψη του επενδυτικού κενού» και θα βοηθήσει να «διατηρηθεί ένας υγιής παλμός στις κοινότητες σε όλη την Ευρώπη». Ο Bertrand Piccard, πρόεδρος του Ιδρύματος Solar Impulse, χαρακτήρισε την ενεργειακή απόδοση «τον πιο ισχυρό και υποτιμημένο πόρο της Ευρώπης». Η δέσμευση του Ομίλου της ΕΤΕπ, που ήδη κατευθύνει πάνω από το 50% των χορηγήσεών του από το 2022 σε δράσεις για το κλίμα, ενισχύεται περαιτέρω. Η πρωτοβουλία πλαισιώνεται από ένα ευρύ οικοσύστημα υποστήριξης που περιλαμβάνει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF), το πρόγραμμα InvestEU, την πρωτοβουλία ELENA, το πρόγραμμα Green Gateway και το online εργαλείο Green Checker, εντασσόμενη πλήρως στους στόχους της Βιομηχανικής Συμφωνίας για Καθαρές Τεχνολογίες και του Σχεδίου Δράσης για Προσιτή Ενέργεια της ΕΕ.



