Σε μια αναλυτική αξιολόγηση της περιβαλλοντικής κατάστασης της Ευρώπης, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος δημοσίευσε τη νέα του έκθεση, η οποία καταγράφει σημαντική πρόοδο στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει σοβαρές υστερήσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η βιοποικιλότητα και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι πολλαπλές κρίσεις δημιουργούν συστημικούς κινδύνους για την οικονομική ασφάλεια, καθώς σχεδόν τα τρία τέταρτα των επιχειρήσεων στην ευρωζώνη εξαρτώνται από τις υπηρεσίες των οικοσυστημάτων, ενώ το 75% των τραπεζικών δανείων χορηγούνται σε εταιρείες που βασίζονται στους φυσικούς πόρους.
Ο τομέας της βιοποικιλότητας αναδεικνύεται ως αυτός με τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία, πάνω από το 80% των προστατευόμενων οικοτόπων βρίσκονται σε «φτωχή» ή «κακή» κατάσταση, ενώ το 60-70% των εδαφών παρουσιάζουν υποβάθμιση. Η ανάλυση επιβεβαιώνει ότι ο στόχος της ΕΕ για την ανάσχεση της απώλειας βιοποικιλότητας έως το 2020 δεν επιτεύχθηκε, και η μελλοντική προοπτική δείχνει ότι η φθίνουσα πορεία αναμένεται να συνεχιστεί. Επιπρόσθετα, η ικανότητα των χερσαίων οικοσυστημάτων να απορροφούν διοξείδιο του άνθρακα έχει μειωθεί κατά περίπου 30% την τελευταία δεκαετία, λόγω παραγόντων όπως η γήρανση των δασών και οι φυσικές διαταραχές.
Στον τομέα της κλιματικής αλλαγής, η έκθεση παρουσιάζει μια διττή εικόνα. Από τη μία, η ΕΕ έχει επιτύχει μείωση των εγχώριων εκπομπών κατά 37% από το 1990, παραμένοντας εντός τροχιάς για τον στόχο του 2030. Από την άλλη, η Ευρώπη θερμαίνεται με διπλάσιο ρυθμό από τον παγκόσμιο μέσο όρο και η προσαρμογή υστερεί. Το κόστος είναι τεράστιο, τόσο σε οικονομικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Οι οικονομικές απώλειες από ακραία φαινόμενα υπολογίζονται σε 738 δισεκατομμύρια ευρώ από το 1980, ενώ πάνω από 240.000 θάνατοι αποδίδονται σε αυτά. Μόνο το 2022, εκτιμάται ότι 70.000 άνθρωποι πέθαναν από τον καύσωνα, την ώρα που το ασφαλιστικό κενό διευρύνεται, αφήνοντας πάνω από τις μισές ζημιές ακάλυπτες.
Παράλληλα, η ρύπανση συνεχίζει να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί. Ενώ οι πρόωροι θάνατοι που οφείλονται σε λεπτά αιωρούμενα σωματίδια έχουν μειωθεί κατά 45% από το 2005, η έκθεση υπολογίζει ότι τουλάχιστον το 10% του συνόλου των πρόωρων θανάτων στην Ευρώπη εξακολουθεί να συνδέεται με περιβαλλοντικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, η ατμοσφαιρική ρύπανση εκτιμάται ότι προκαλεί 239.000 πρόωρους θανάτους ετησίως, ενώ η ηχορύπανση συνδέεται με επιπλέον 66.000 πρόωρους θανάτους.
Η έκθεση εντοπίζει επίσης τομείς όπου η πρόοδος είναι περιορισμένη. Οι εκπομπές από τον τομέα των μεταφορών και τον γεωργικό τομέα μειώθηκαν οριακά από το 2005, κατά 6% και 7% αντίστοιχα, υποδεικνύοντας τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από μη βιώσιμες πρακτικές. Στο πεδίο της κυκλικής οικονομίας, το ποσοστό κυκλικής χρήσης υλικών αυξήθηκε ελαφρώς, από 10,7% το 2010 σε 11,8% το 2023, ποσοστό που καταδεικνύει την επικράτηση των γραμμικών μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης, με τα επίπεδα κατανάλωσης υλικών στην Ευρώπη να παραμένουν μη βιώσιμα.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ανώτατοι αξιωματούχοι της ΕΕ τοποθετήθηκαν σχετικά με τις επιπτώσεις για το μέλλον της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η εκτελεστική διευθύντρια του ΕΟΠ, Leena Ylä-Mononen, επισήμανε τη δυσκολία στην επίτευξη των στόχων του 2030, συνδέοντάς την με κινδύνους για τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα. Ο Επίτροπος για το Κλίμα, Wopke Hoekstra, ανέφερε ότι το κόστος της αδράνειας είναι τεράστιο, ενώ η εκτελεστική αντιπρόεδρος Teresa Ribera, αρμόδια για τον ανταγωνισμό και την πράσινη μετάβαση, υποστήριξε ότι η καθυστέρηση θα αύξανε το κόστος και θα ενέτεινε τις ανισότητες. Η δημοσίευση της έκθεσης συμπίπτει με μια περίοδο πολιτικών διεργασιών στην ΕΕ, όπου καταγράφεται μια τάση επαναξιολόγησης ορισμένων περιβαλλοντικών κανόνων, αλλά και εξωτερικών πιέσεων, όπως αυτές που αναφέρονται σε διεθνή μέσα ενημέρωσης.