Ένας εντυπωσιακός αριθμός ερευνητών με έδρα τις ΗΠΑ επιδιώκει να μετεγκατασταθεί στην Ευρώπη, με τις αιτήσεις για τα κορυφαία χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εκτοξεύονται κατά 400%. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτεί μια από τις πιο σημαντικές μετακινήσεις ακαδημαϊκού δυναμικού των τελευταίων ετών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που επικαλείται το POLITICO, μια πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας κατέγραψε πενταπλάσια αύξηση των αιτήσεων από τις ΗΠΑ. Η τάση αυτή συνδέεται με το κλίμα που έχει διαμορφωθεί για την ακαδημαϊκή έρευνα υπό τη διακυβέρνηση Τραμπ, ωθώντας πολλούς επιστήμονες να αναζητήσουν νέες ευκαιρίες. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τα διεθνή μέσα, σηματοδοτεί μια επιτυχία για την πολιτική της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία έχει προσωπικά προωθήσει τις προσπάθειες για την προσέλκυση ερευνητών, με την Ευρώπη να προβάλλει τον εαυτό της ως έναν ασφαλή προορισμό που δίνει έμφαση στην ακαδημαϊκή ελευθερία και ενισχύει τα διαθέσιμα κονδύλια.
Η στρατηγική αυτή αποτυπώνεται σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας, ο χρηματοδοτικός βραχίονας της Ένωσης για τη θεμελιώδη έρευνα, ανακοίνωσε τον διπλασιασμό του επιπρόσθετου ποσού που διατίθεται για ερευνητές που επιθυμούν να μετεγκατασταθούν από τις ΗΠΑ, αυξάνοντάς το από ένα σε δύο εκατομμύρια ευρώ. Αυτό καθιστά τους συγκεκριμένους ερευνητές επιλέξιμους για συνολική χρηματοδότηση που μπορεί να φτάσει τα 4,5 εκατομμύρια ευρώ για μια μέγιστη περίοδο πέντε ετών. Η ανταπόκριση υπήρξε μαζική, καθώς στον τελευταίο κύκλο υποβολής προτάσεων κατατέθηκαν 114 αιτήσεις από τις ΗΠΑ, σημειώνοντας αύξηση 400% σε σχέση με τις 23 προτάσεις του κύκλου του 2024. Αντιθέτως, η συνολική αύξηση των προτάσεων από όλες τις χώρες ανήλθε μόλις στο 31%, φτάνοντας τις 3.329 από 2.534. Στο σύνολο αυτό, οι περισσότερες προτάσεις προήλθαν από το Ηνωμένο Βασίλειο (538), την Ιταλία (445) και την Ισπανία (240).
Η προσπάθεια προσέλκυσης επιστημονικού δυναμικού δεν περιορίζεται μόνο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επεκτείνεται και σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, με περισσότερες από 70 σχετικές πρωτοβουλίες να έχουν ήδη σχεδιαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Αυστρία, όπου η Ακαδημία Επιστημών ανακοίνωσε ότι 25 ερευνητές θα μετεγκατασταθούν από ιδρύματα των ΗΠΑ, στο πλαίσιο ενός νέου τετραετούς προγράμματος υποτροφιών που ξεκίνησε τον Ιούνιο. Η ίδια η Ακαδημία περιέγραψε την εξέλιξη αυτή ως «εισροή επιστημονικού δυναμικού» (brain gain), αποδίδοντάς την άμεσα στις αλλαγές πολιτικής των ΗΠΑ στον τομέα της ακαδημαϊκής και επιστημονικής έρευνας.
Το Πεκίνο ανοίγει τις πόρτες στα τεχνολογικά ταλέντα
Παράλληλα, και σε ένα διαφορετικό γεωπολιτικό πλαίσιο, το νέο πρόγραμμα θεωρήσεων της Κίνας, γνωστό ως βίζα Κ, ξεκινά αυτή την εβδομάδα με στόχο την προσέλκυση ξένων ταλέντων στον τομέα της τεχνολογίας. Η κίνηση εντάσσεται στον ευρύτερο ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ και έρχεται σε μια στιγμή που η αμερικανική πολιτική για τις επαγγελματικές βίζες γίνεται πιο αυστηρή. Αν και η Κίνα διαθέτει επαρκές εγχώριο εξειδικευμένο προσωπικό, το πρόγραμμα αποσκοπεί στο να ενισχύσει την εικόνα της χώρας ως ανοιχτής σε ξένες επενδύσεις, ειδικά σε μια περίοδο εμπορικών εντάσεων. Η πρωτοβουλία αυτή συμπληρώνει άλλα μέτρα, όπως το άνοιγμα οικονομικών τομέων και η κατάργηση της βίζας για πολίτες από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.
Η βίζα Κ, απευθύνεται κυρίως σε νέους αποφοίτους από το εξωτερικό στους τομείς των θετικών επιστημών, της τεχνολογίας, της μηχανικής και των μαθηματικών (STEM). Το βασικό της πλεονέκτημα είναι ότι επιτρέπει την είσοδο, τη διαμονή και την απασχόληση χωρίς να προαπαιτείται συγκεκριμένη προσφορά εργασίας. Αυτό την καθιστά ελκυστική εναλλακτική έναντι της αμερικανικής βίζας H-1B, η οποία, όχι μόνο απαιτεί χορηγία από εργοδότη, αλλά υπόκειται και σε σύστημα κλήρωσης με ετήσιο όριο 85.000 θέσεων. Επιπλέον, το πρόσφατο τέλος των 100.000 δολαρίων που θεσπίστηκε στις ΗΠΑ για τη βίζα H-1B λειτουργεί ως πρόσθετο αντικίνητρο. Η Ινδία ήταν μακράν ο μεγαλύτερος δικαιούχος των θεωρήσεων H-1B πέρυσι, αντιπροσωπεύοντας το 71% των εγκεκριμένων δικαιούχων.
Ωστόσο, το πρόγραμμα της βίζας Κ αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Οι κυβερνητικές οδηγίες αναφέρουν ασαφείς απαιτήσεις σχετικά με την ηλικία, το εκπαιδευτικό υπόβαθρο και την εργασιακή εμπειρία, ενώ απουσιάζουν λεπτομέρειες για οικονομικά κίνητρα, μόνιμη διαμονή ή χορηγία μελών της οικογένειας. Ένα θεμελιώδες εμπόδιο είναι ότι η Κίνα, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, δεν προσφέρει υπηκοότητα σε αλλοδαπούς παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Επιπρόσθετα, η γλωσσική απαίτηση, καθώς οι περισσότερες εταιρείες τεχνολογίας λειτουργούν στα μανδαρινικά, και οι υφιστάμενες πολιτικές εντάσεις με χώρες όπως η Ινδία, ενδέχεται να περιορίσουν την απήχηση του προγράμματος.
Ιστορικά, οι προσπάθειες της Κίνας για προσέλκυση ταλέντων επικεντρώνονταν στον επαναπατρισμό Κινέζων επιστημόνων μέσω γενναιόδωρων παροχών, όπως επιδοτήσεις κατοικίας και μπόνους υπογραφής που φτάνουν έως και 5 εκατομμύρια γιουάν (702.200 δολάρια). Αυτά τα μέτρα έχουν ήδη προσελκύσει ταλέντα από τις ΗΠΑ, ειδικά εν μέσω της αυξανόμενης επιτήρησης της Ουάσιγκτον σε σχέσεις με την Κίνα. Πάντως, σύμφωνα με σχετικά στοιχεία, οι ΗΠΑ φιλοξενούν 51 εκατομμύρια μετανάστες (15% του πληθυσμού), ενώ στην Κίνα ο αριθμός των αλλοδαπών είναι μόλις 1 εκατομμύριο (λιγότερο από 1%). Παρόλα αυτά, ακόμα και αν η Κίνα προσελκύσει ένα μικρό μόνο ποσοστό του παγκόσμιου τεχνολογικού δυναμικού, θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά την ανταγωνιστικότητά της.