Σε μία απόφαση που μεταβάλλει τη θέση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς, ο διεθνής οίκος δεικτών FTSE Russell προχώρησε στην αναβάθμισή της, εντάσσοντάς την στην κατηγορία των Ανεπτυγμένων Αγορών (Developed Markets). Η εξέλιξη, που ανακοινώθηκε επίσημα μετά το κλείσιμο της αγοράς των ΗΠΑ την Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2025, σηματοδοτεί την έξοδο από το καθεστώς της Προηγμένης Αναδυόμενης Αγοράς (Advanced Emerging Market). Η αλλαγή καθεστώτος θα τεθεί σε ισχύ από τις 21 Σεπτεμβρίου 2026, έπειτα από μια μεταβατική περίοδο ενός έτους για την προσαρμογή της αγοράς.
Η αναβάθμιση αναμένεται να έχει συγκεκριμένες συνέπειες, καθώς διευρύνει το φάσμα των ξένων θεσμικών επενδυτών που έχουν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Με την ένταξή της στη νέα κατηγορία, η ελληνική αγορά γίνεται προσβάσιμη σε επενδυτικά κεφάλαια που παρακολουθούν τους δείκτες των ανεπτυγμένων αγορών και τα οποία, βάσει καταστατικού, δεν επένδυαν μέχρι σήμερα σε αυτήν. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή μπορεί να ενισχύσει τη ρευστότητα και να αυξήσει την έκθεση της ελληνικής αγοράς σε διεθνές επίπεδο.
Για τις εισηγμένες επιχειρήσεις, η ένταξη στις ανεπτυγμένες αγορές συνδέεται με τη δυνατότητα αλλαγής του περιβάλλοντος χρηματοδότησης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης και παραγόντων της αγοράς, η εξέλιξη αυτή μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κόστους άντλησης κεφαλαίων, διευκολύνοντας έτσι επενδυτικά σχέδια και την ανάπτυξη δραστηριοτήτων. Παράλληλα, αναφέρεται ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης για εταιρικές πράξεις, όπως συγχωνεύσεις και εξαγορές, με στόχο τη δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρηματικών σχημάτων.
Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, η απόφαση του FTSE Russell έλαβε υπόψη την εκπλήρωση συγκεκριμένων κριτηρίων, μεταξύ των οποίων και η πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο Moody’s. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, Γιάννος Κοντόπουλος, δήλωσε ότι πρόκειται για ένα «σημαντικότατο ορόσημο», ενώ ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κυριάκος Πιερρακάκης, ανέφερε ότι αποτελεί ένα «ισχυρό μήνυμα για τη δυναμική και τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας».