Το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής για το 2025 απονεμήθηκε στους φυσικούς John Clarke, Michel H. Devoret και τον Ελληνοαμερικανό John M. Martinis, για την πρωτοποριακή τους εργασία που κατέδειξε ότι οι παράδοξοι κανόνες του κβαντικού κόσμου μπορούν να εκδηλωθούν σε συστήματα ορατά με γυμνό μάτι. Η ανακοίνωση της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας Επιστημών αναγνωρίζει τα πειράματά τους, που πραγματοποιήθηκαν το 1984 και το 1985, ως θεμελιώδη για την ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας και κυρίως για την κούρσα κατασκευής των κβαντικών υπολογιστών. Οι τρεις επιστήμονες θα μοιραστούν το χρηματικό έπαθλο των 11 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών.
Η έρευνα των τριών βραβευθέντων επιβεβαίωσε πειραματικά για πρώτη φορά δύο αμιγώς κβαντικά φαινόμενα σε μακροσκοπική κλίμακα. Το πρώτο είναι η «κβαντική σήραγγα», η ικανότητα δηλαδή ενός σωματιδίου να διαπερνά ένα ενεργειακό φράγμα χωρίς να διαθέτει την απαιτούμενη ενέργεια, και το δεύτερο είναι η «κβάντωση της ενέργειας», η αρχή ότι η ενέργεια σε ένα σύστημα μπορεί να υπάρχει μόνο σε διακριτές, συγκεκριμένες τιμές. Η εργασία τους επιβεβαίωσε την πρόβλεψη του Anthony Leggett, Νομπελίστα του 2003, ο οποίος είχε υποστηρίξει θεωρητικά ότι τα φαινόμενα αυτά θα μπορούσαν να παρατηρηθούν σε μεγαλύτερα συστήματα. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος», δήλωσε ο Δρ. Leggett, «ήλπιζα ότι μπορεί να έπαιρναν ένα Νόμπελ για εκείνη την εργασία».
Για να το πετύχουν, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα υπεραγώγιμο ηλεκτρικό κύκλωμα, το οποίο απέδειξε ότι ο κβαντικός κόσμος δεν περιορίζεται μόνο στα μεμονωμένα άτομα. «Δεν υπάρχει προηγμένη τεχνολογία σήμερα που να μη βασίζεται στην κβαντομηχανική», δήλωσε ο Olle Eriksson, πρόεδρος της Επιτροπής Νόμπελ, τονίζοντας ότι οι ανακαλύψεις αυτές άνοιξαν τον δρόμο για εφαρμογές όπως οι οπτικές ίνες. Ο ίδιος ο John Clarke, καθηγητής στο Μπέρκλεϋ από το 1969, δήλωσε «εντελώς άναυδος» και πρόσθεσε: «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ να αποδέχομαι το βραβείο χωρίς αυτούς τους δύο». Σε συνέντευξη τύπου, προειδοποίησε επίσης ότι οι περικοπές στη χρηματοδότηση της βασικής έρευνας θα «σακατέψουν την επιστήμη».
Ένας από τους τρεις τιμώμενους, ο John M. Martinis, είναι ένας διακεκριμένος Ελληνοαμερικανός φυσικός, ο οποίος έχει διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη της κβαντικής υπολογιστικής. Γεννημένος το 1958, πραγματοποίησε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϊ υπό την επίβλεψη του John Clarke, όπου ως μεταπτυχιακός φοιτητής συνεργάστηκε με τον μεταδιδακτορικό ερευνητή Michel H. Devoret για τα πειράματα που τους χάρισαν το Νόμπελ. Ο Michel H. Devoret, γεννημένος στο Παρίσι, είναι σήμερα Chief Scientist στο τμήμα κβαντικών υπολογιστών της Google. Ο John Clarke, απόφοιτος του Cambridge, είναι ομότιμος καθηγητής στο Μπέρκλεϋ και συνεργάζεται με το Axion Dark Matter Experiment.
Η σταδιοδρομία του Martinis μετά το Μπέρκλεϋ περιλάμβανε μεταδιδακτορική έρευνα στη Γαλλία και στο Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας (NIST) των ΗΠΑ, όπου ανέπτυξε καινοτόμες υπεραγώγιμες συσκευές. Το 2014, το Google Quantum AI Lab προσέλαβε τον ίδιο και την ερευνητική του ομάδα, αναθέτοντάς τους την κατασκευή ενός κβαντικού υπολογιστή. Η συνεργασία κορυφώθηκε το 2019 με τη δημοσίευση στο περιοδικό Nature της επίτευξης της λεγόμενης «κβαντικής υπεροχής». Μετά την αποχώρησή του από την Google το 2020, εργάστηκε στην Αυστραλία και το 2022 συνίδρυσε την εταιρεία Qolab, της οποίας είναι σήμερα Τεχνολογικός Διευθυντής. Για το έργο του έχει τιμηθεί, μεταξύ άλλων, με το Fritz London Memorial Prize και το John Stewart Bell Prize.