Ο παγκόσμιος όγκος των συναλλαγών στο ηλεκτρονικό εμπόριο αναμένεται να υπερβεί τα 440 δισεκατομμύρια έως το 2030, σημειώνοντας σημαντική αύξηση από τα 277 δισεκατομμύρια συναλλαγές που εκτιμώνται για το 2025. Σύμφωνα με νέα μελέτη της Juniper Research, αυτή η αύξηση της τάξης του 60% στον όγκο συνοδεύεται από αντίστοιχη πρόβλεψη για την αξία της αγοράς, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει τα 13 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2030, έναντι 8,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων το 2025, καταγράφοντας αύξηση 57%.
Η έρευνα αποδίδει αυτή την ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά σε δύο βασικούς μοχλούς: αφενός, στην αυξανόμενη πρόσβαση στις υπηρεσίες ηλεκτρονικού εμπορίου σε αναδυόμενες αγορές και, αφετέρου, στην ώθηση που αναμένεται να δώσει μια νέα τάση, το «Εμπόριο μέσω Πρακτόρων (Agentic Commerce)». Γεωγραφικά, οι τρεις ταχύτερα αναπτυσσόμενες περιοχές βάσει του όγκου συναλλαγών για την επόμενη πενταετία προβλέπεται να είναι η Λατινική Αμερική (+258%), η Αφρική και η Μέση Ανατολή (+155%), και η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη (+114%).
Το «Εμπόριο μέσω Πρακτόρων (Agentic Commerce)» αναγνωρίζεται από την ανάλυση ως μια κεντρική τάση που πρόκειται να μετασχηματίσει τον τρόπο λειτουργίας του κλάδου. Ο ορισμός της τάσης αφορά τη χρήση προηγμένων πρακτόρων τεχνητής νοημοσύνης (AI agents), οι οποίοι θα αναλαμβάνουν να ανακαλύπτουν προϊόντα για λογαριασμό των αγοραστών και να διαχειρίζονται αυτόνομα τη διαδικασία πληρωμής, αντικαθιστώντας ουσιαστικά την παραδοσιακή διαδικασία ολοκλήρωσης της αγοράς.
Αν και η συγκεκριμένη τεχνολογία βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, η μελέτη επισημαίνει ότι έχει ήδη πραγματοποιηθεί «σημαντική επένδυση» στην απαραίτητη υποδομή πληρωμών. Κύριοι πάροχοι του κλάδου, συμπεριλαμβανομένων των Visa, Mastercard και Stripe, αναφέρεται ότι αναπτύσσουν ήδη σχετικές λύσεις. Ο Nick Maynard, Αντιπρόεδρος Έρευνας Αγοράς Fintech στην Juniper Research, σχολίασε ότι «η εκτόπιση της διαδικασίας του checkout από το agentic commerce απειλεί να αφαιρέσει πλήρως τον έλεγχο που έχουν οι έμποροι».
Ο Maynard τόνισε τη διαταραχή που επιφέρει η τάση στο σύνολο του μοντέλου ηλεκτρονικού εμπορίου, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «οι εταιρείες πληρωμών πρέπει να υποστηρίξουν τους εμπόρους καθώς πλοηγούνται στον θεμελιώδη ρόλο τους σε έναν αναδυόμενο agentic κόσμο». Η δήλωση υπογραμμίζει την ανάγκη προσαρμογής του οικοσυστήματος πληρωμών στις νέες απαιτήσεις που διαμορφώνει η τεχνητή νοημοσύνη στις εμπορικές συναλλαγές.
Παράλληλα, ένα whitepaper της ίδιας εταιρείας με τίτλο «GOING GLOCAL», υπογραμμίζει ότι η στρατηγική «Glocal» (που συνδυάζει την παγκόσμια εμβέλεια με την τοπική προσαρμογή) είναι κρίσιμης σημασίας. Η ανάπτυξη, ιδίως σε αγορές με ιστορικά χαμηλή διείσδυση καρτών, καθοδηγείται πλέον από την υιοθέτηση τοπικών μεθόδων πληρωμής. Ο Nick Maynard ανέφερε σχετικά ότι η αξιοποίηση της ανάπτυξης απαιτεί «τον εντοπισμό ιδανικών εταίρων για την τοπική προσαρμογή του eCommerce για κάθε αγορά, αντί να βασίζεται σε μια ενιαία προσέγγιση (one-size-fits-all)».
Μια βασική κατηγορία αυτών των μεθόδων είναι οι πληρωμές Account-to-Account (A2A), οι οποίες επιτρέπουν τη μεταφορά χρημάτων απευθείας από τον τραπεζικό λογαριασμό του καταναλωτή στον λογαριασμό του εμπόρου, παρακάμπτοντας τα παραδοσιακά δίκτυα καρτών. Τα οφέλη για τους εμπόρους περιλαμβάνουν μειωμένες προμήθειες συναλλαγών, ταχύτερη πρόσβαση σε κεφάλαια και σημαντικά χαμηλότερο κίνδυνο αντιστροφής χρεώσεων (chargeback).
Η υιοθέτηση των A2A επιταχύνεται παγκοσμίως από την ανάπτυξη υποδομών πληρωμών πραγματικού χρόνου, όπως το σύστημα Pix στη Βραζιλία, το UPI στην Ινδία και το SEPA Instant στην Ευρωζώνη. Επιπλέον, τα API του Open Banking, όπως αυτά που θεσμοθετήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω της οδηγίας PSD2, λειτουργούν ως τεχνολογικοί καταλύτες. Στη Βραζιλία, το Pix έχει ήδη κυρίαρχο ρόλο, έχοντας επεξεργαστεί πάνω από 35 δισεκατομμύρια συναλλαγές κατά τη διάρκεια του 2024.
Στην ευρωπαϊκή αγορά, η δυναμική των A2A αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω από τον νέο Κανονισμό της ΕΕ για τις Άμεσες Πληρωμές. Η νομοθεσία αυτή υποχρεώνει τις τράπεζες της Ευρωζώνης να προσφέρουν μεταφορές SEPA Instant χωρίς επιπλέον κόστος για τους καταναλωτές έως τον Οκτώβριο του 2025, γεγονός που εκτιμάται ότι θα τονώσει τη χρήση τους στο ηλεκτρονικό εμπόριο και τις πληρωμές λογαριασμών.
Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πρόοδος τόσο των πληρωμών A2A όσο και του Open Banking χαρακτηρίζεται από την έκθεση ως «σταδιακή και καθοδηγούμενη από την αγορά». Η υπηρεσία FedNow, η οποία ξεκίνησε τη λειτουργία της στα μέσα του 2023, παρουσίαζε «περιορισμένη υιοθέτηση» έως το 2025, με λιγότερο από το 10% των επιλέξιμων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να έχουν εγγραφεί. Η καθυστέρηση αυτή αποδίδεται στην εδραιωμένη εξάρτηση της αμερικανικής αγοράς από τα έσοδα διατραπεζικών προμηθειών που προέρχονται από τις κάρτες.
Τα ψηφιακά πορτοφόλια αναγνωρίζονται επίσης ως κυρίαρχο κανάλι πληρωμών, καθώς προσφέρουν ευκολία χρήσης και διαδικασίες ολοκλήρωσης αγοράς χωρίς τριβές, οδηγώντας σε υψηλότερα ποσοστά μετατροπής. Η μελέτη τα διακρίνει σε πορτοφόλια συνδεδεμένα με κάρτες (όπως τα Apple Pay και Google Pay), τα οποία αξιοποιούν την τεχνολογία tokenization για ασφάλεια, και σε μη συνδεδεμένα πορτοφόλια (όπως το PayPal ή το Alipay), τα οποία λειτουργούν με δικές τους υποδομές αποθηκευμένης αξίας ή συνδέσεις A2A.
Ειδικά σε αναδυόμενες οικονομίες, τα πορτοφόλια «mobile money» (όπως το M-PESA στην Κένυα) έχουν εξελιχθεί στο κυρίαρχο χρηματοοικονομικό εργαλείο για δισεκατομμύρια χρήστες. Σύμφωνα με στοιχεία της GSMA που επικαλείται η έκθεση, ο αριθμός των εγγεγραμμένων λογαριασμών mobile money ξεπέρασε το 1,75 δισεκατομμύριο παγκοσμίως μέχρι το τέλος του 2023, με την ισχυρότερη ανάπτυξη να καταγράφεται στην Υποσαχάρια Αφρική, τη Νότια Ασία και περιοχές της Λατινικής Αμερικής.
Τέλος, η έρευνα της Juniper Research περιλαμβάνει έναν πίνακα αξιολόγησης ανταγωνισμού για 20 βασικούς παρόχους υπηρεσιών πληρωμών eCommerce. Για το 2025, οι τρεις κορυφαίοι πάροχοι αναγνωρίζονται κατά σειρά ως: Stripe, Visa Acceptance Solutions και PayPal. Η ανάλυση, η οποία βασίζεται σε ένα σύνολο δεδομένων με πάνω από 54.000 στατιστικά στοιχεία για 61 χώρες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αγορά παρουσιάζει «υψηλή συγκέντρωση», με τους παρόχους να προσφέρουν όλο και περισσότερο παρόμοιες υπηρεσίες, καθιστώντας την ικανότητα υποστήριξης τοπικών μεθόδων πληρωμής τον κρισιμότερο παράγοντα διαφοροποίησης.



