Η πανευρωπαϊκή έκθεση της RSM, State of Play: Sustainable Automobility in Europe που αφορά την αξιολόγηση της μετάβασης στην πράσινη αυτοκίνηση συμπεραίνει ότι πάνω από το ένα τέταρτο των χωρών-μελών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, κινδυνεύουν να μην επιτύχουν βασικούς στόχους που αφορούν την πράσινη αυτοκίνηση.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, η έκθεση κάνει ιδιαίτερη μνεία στις μεταρρυθμίσεις αλλά και τη χρηματοδότηση που προσφέρει για το σκοπό αυτό το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με δεδομένο ότι η χώρα έχει έναν από τους παλαιότερους στόλους αυτοκινήτων και φορτηγών στην Ευρώπη – κατά μέσο όρο 16 ετών. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι μόνο το 0,22% όλων των οχημάτων στην Ελλάδα είναι πλήρως ηλεκτρικά ενώ περίπου ένα στα 10 νέα αυτοκίνητα που πωλήθηκαν το πρώτο πεντάμηνο του 2023 στην Ελλάδα ήταν είτε πλήρως ηλεκτρικά είτε plug-in υβριδικά.
Όπως αναφέρει η έρευνα, η Ελλάδα κάνει βήματα προόδου στην υιοθέτηση ηλεκτρικών οχημάτων, αν και κατατάσσεται στην 17η θέση μεταξύ 22 ευρωπαϊκών χωρών. Ως θετικό στοιχείο αναγνωρίζεται η έναρξη του προγράμματος “Κινούμαι ηλεκτρικά” το 2020, το οποίο θα διαρκέσει έως το 2024 και αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανάπτυξης των ηλεκτρικών οχημάτων και των υποδομών φόρτισης μέσω διαφόρων κινήτρων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα έχει σημειώσει αξιοσημείωτη αύξηση του μεριδίου αγοράς των plug-in υβριδικών ηλεκτρικών οχημάτων (PHEV), το οποίο αυξήθηκε από 0,5% το 2019 σε 2,6% το 2020.
Όπως αναφέρει η έρευνα, η επέκταση των δημόσιων υποδομών φόρτισης και η πανελλήνια κάλυψη είναι ουσιαστικής σημασίας για την αύξηση της διείσδυσης των ηλεκτρικών οχημάτων στην Ελλάδα. Η προσέγγιση αυτή αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ευκολότερης μετακίνησης των ηλεκτρικών οχημάτων εντός και εκτός των αστικών κέντρων. Επιπλέον, είναι ζωτικής σημασίας τα κίνητρα να λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες, ώστε να διασφαλίζεται η ισότιμη πρόσβαση στα οφέλη των ηλεκτροκίνητων οχημάτων σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού. Αυτή η διαφοροποιημένη προσέγγιση είναι απαραίτητη για την πρόληψη των ανισοτήτων και την ευθυγράμμιση με τις διαφορετικές προτιμήσεις των Ελλήνων καταναλωτών.
Όσον αφορά το μέλλον, η αγορά ηλεκτροκίνητων οχημάτων στην Ελλάδα προβλέπεται να φτάσει σε σημαντικά ορόσημα. Μέχρι το 2024, ο τζίρος της αγοράς εκτιμάται ότι θα φθάσει τα 361,2 εκατομμύρια δολάρια, με αναμενόμενο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10,69% μέχρι το 2028. Η ανάπτυξη θα κλιμακώσει δυνητικά τον όγκο της αγοράς σε 542,3 εκατ. δολάρια, που μεταφράζεται σε 15.440 μονάδες οχημάτων που θα πωληθούν έως το 2028.
Όπως καταλήγει η έρευνα, για να επιτύχει τους φιλόδοξους στόχους της για την ενεργειακή απόδοση έως το 2030, η Ελλάδα αναγνωρίζει την ανάγκη να αξιοποιήσει το δυναμικό του ιδιαίτερα ηλεκτροκίνητου βιομηχανικού της τομέα. Η χώρα βρίσκεται σε προνομιακή θέση για να ενισχύσει τη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ιδίως με ανανεώσιμο υδρογόνο, εν αναμονή της διαθεσιμότητας ασφαλούς και οικονομικά βιώσιμου εφοδιασμού.
Σημειώνεται ότι οι εξειδικευμένοι σύμβουλοι της RSM πραγματοποίησαν λεπτομερή ανάλυση των πολιτικών, της τεχνολογικής εξέλιξης και της ανάπτυξης των υποδομών κάθε κράτους της ΕΕ σε σχέση με τις απαιτήσεις που προκύπτουν για την επίτευξη της μετάβασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στη βιώσιμη αυτοκίνηση. Η πρόοδος κάθε χώρας αξιολογήθηκε σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία και τους εμβληματικούς στόχους που περιλάμβαναν τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, την προώθηση οχημάτων μηδενικών εκπομπών, την υποδομή ηλεκτρικής φόρτισης και τις βιώσιμες αεροπορικές και θαλάσσιες μεταφορές.
Ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, προτάσσεται η ανάγκη να δώσει η Χώρα προτεραιότητα στις επενδύσεις στην καινοτομία και στην ανάπτυξη και υλοποίηση πολιτικών. Με τον τρόπο αυτό, θα στηρίξει τη συλλογική επιδίωξη για βιώσιμη αυτοκίνηση και πράσινες μετακινήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, μέχρι σήμερα, η Ευρώπη έχει επιδείξει ηγετικό ρόλο στην ανάπτυξη πιο πράσινων υποδομών μεταφορών. Προκειμένου να συνεχίσει να ηγείται και να συμβάλλει αποτελεσματικά στην επίτευξη των κλιματικών στόχων, η πρόοδος πρέπει να είναι ολιστική με τη συμμετοχή κάθε κράτους μέλους. Ως ουσιαστική λύση, θα πρέπει στο δρόμο που έχει μπροστά της η ΕΕ να δίνει προτεραιότητα στους συλλογικούς πόρους, την εμπειρογνωμοσύνη και την αποφασιστικότητα για την επίτευξη ενός μετασχηματιστικού τελικού προορισμού, ενός καθαρότερου, πιο πράσινου και πιο βιώσιμου μέλλοντος για όλους.