Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) αναμένει μείωση 30 ποσοστιαίων μονάδων στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας μέχρι το 2029, προβλέποντας ότι θα πέσει στο 138,8% του ΑΕΠ από 168,8% το 2023. Αυτή η μείωση του χρέους αποδίδεται κυρίως στην οικονομική ανάπτυξη, τον υψηλό πληθωρισμό, καθώς και στη συμφωνία του 2018 που είχε συνάψει η Ελλάδα με τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ για τη διαχείριση του χρέους της. Παράλληλα, αναμένεται ότι η Ιταλία θα ξεπεράσει την Ελλάδα, καθιστώντας την πρώτη σε δημόσιο χρέος στην Ευρώπη με ποσοστό 144,9% το 2029 από 137,3% το 2023.
Η μείωση του ελληνικού χρέους αποτελεί σημαντική εξέλιξη, καθώς το ΔΝΤ εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% τόσο για το τρέχον έτος όσο και για το 2029. Αυτό το πλεόνασμα είναι κρίσιμο για την πτωτική πορεία του χρέους, επιτρέποντας στην Ελλάδα να μειώσει το βάρος του χρέους της σε σχέση με το ΑΕΠ της. Επιπλέον, η ανάπτυξη της οικονομίας και ο πληθωρισμός συμβάλλουν επίσης στη μείωση του χρέους. Ωστόσο, το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους παραμένει πολύπλοκο, καθώς μετά το 2032, όταν τελειώνει η εφαρμογή των Μεσοπρόθεσμων μέτρων, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΝΤ, η Ελλάδα θα παρουσιάσει τη μεγαλύτερη μείωση του δημόσιου χρέους μεταξύ 26 αναπτυγμένων οικονομιών κατά την περίοδο 2023-2029 σε σύγκριση με την περίοδο 2013-2019. Αυτή η πρόοδος αποδίδεται κατά κύριο λόγο στη στρατηγική που ακολουθήθηκε το 2018, αλλά και στην εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που ευνοούν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Αν και η Ελλάδα θα βρίσκεται στη δεύτερη θέση σε χρέος, η βελτίωση της δημοσιονομικής της θέσης είναι αξιοσημείωτη.
Η έκθεση του ΔΝΤ αναφέρει επίσης ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν προκλήσεις στη διαχείριση του δημοσίου χρέους τους, κυρίως λόγω των αυξημένων ελλειμμάτων που προέκυψαν από την πανδημία και την ενεργειακή κρίση. Η πιθανότητα το χρέος να μην σταθεροποιηθεί μέσα στην επόμενη πενταετία έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα στις χώρες της Ευρωζώνης και τις αναδυόμενες ευρωπαϊκές οικονομίες, λόγω των υψηλότερων πρωτογενών ελλειμμάτων και των χαμηλότερων επιπέδων ανάπτυξης από τα αναμενόμενα.
Σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο, η ικανότητα των χωρών να προσαρμόσουν το πρωτογενές ισοζύγιο ώστε να σταθεροποιηθεί το χρέος και να εξασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους. Επιπλέον, οι χρηματοδοτικές ανάγκες των ευρωπαϊκών χωρών αναμένεται να παραμείνουν υψηλές λόγω των αυξημένων επιπέδων χρέους, επιβαρύνοντας τις οικονομίες. Οι διακυμάνσεις στα spreads των κρατικών ομολόγων και η αποχώρηση των κεντρικών τραπεζών από την αγορά ομολόγων θα μπορούσαν να αυξήσουν τα επιτόκια δανεισμού, ειδικά για τις πιο ευάλωτες οικονομίες της Ευρώπης, προκαλώντας περαιτέρω προκλήσεις για τη δημοσιονομική τους πολιτική.