Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστεί να επενδύσει επιπλέον 750 με 800 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως για να επιτύχει τους στρατηγικούς της στόχους, σύμφωνα με έκθεση του οικονομολόγου και πρώην προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι. Η έκθεση επισημαίνει την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων κατά περίπου 5% του ΑΕΠ, ποσοστό που δεν έχει παρατηρηθεί από τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Αυτή η αύξηση των επενδύσεων είναι απαραίτητη για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις σε τομείς όπως η άμυνα, η ψηφιοποίηση και η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια.
Οι στόχοι της ΕΕ για γεωπολιτική ενδυνάμωση, κοινωνική ισότητα και απανθρακοποίηση απειλούνται από τη χαμηλή οικονομική ανάπτυξη και παραγωγικότητα σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, όπως αναφέρει η συγκεκριμένη έκθεση. Οι ανισότητες στην ανάπτυξη και την παραγωγικότητα δυσκολεύουν την ΕΕ να παραμείνει ανταγωνιστική, ειδικά στους τομείς της τεχνολογίας και της καινοτομίας. Η Ευρώπη χρειάζεται να επικεντρωθεί περισσότερο στην ενίσχυση της παραγωγικότητας, καθώς αυτός είναι ο βασικός παράγοντας που θα επιτρέψει τη μακροχρόνια οικονομική της βιωσιμότητα.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει πίσω σε κρίσιμους τομείς τεχνολογίας, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και οι ψηφιακές υποδομές, ειδικά σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα. Η αδυναμία της να επωφεληθεί πλήρως από την ψηφιακή επανάσταση, έχει οδηγήσει σε χαμηλή παραγωγικότητα. Σήμερα, μόλις τέσσερις από τις 50 μεγαλύτερες τεχνολογικές εταιρείες παγκοσμίως είναι ευρωπαϊκές, γεγονός που δείχνει πόσο μεγάλη είναι η απόκλιση της Ευρώπης από τους παγκόσμιους ηγέτες σε αυτόν τον τομέα.
Η ενεργειακή κρίση είναι μια ακόμη μεγάλη πρόκληση. Το κόστος ενέργειας στην ΕΕ παραμένει υψηλότερο από άλλες περιοχές, όπως οι ΗΠΑ. Η έκθεση σημειώνει ότι οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πληρώνουν 2 έως 3 φορές περισσότερο για ηλεκτρισμό, ενώ το φυσικό αέριο κοστίζει 4 έως 5 φορές περισσότερο από ό,τι στις ΗΠΑ. Αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα των ενεργοβόρων κλάδων, ειδικά καθώς η Ευρώπη προσπαθεί να μειώσει τις εκπομπές άνθρακα και να στραφεί σε καθαρές πηγές ενέργειας. Ωστόσο, η εξάρτηση της από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και άλλους φυσικούς πόρους την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη.
Επιπλέον, η έκθεση τονίζει ότι οι εξαρτήσεις της ΕΕ από τρίτες χώρες, ειδικά για κρίσιμα υλικά, όπως ορυκτά και ενεργειακά αποθέματα, μετατρέπονται σε ευπάθειες. Η εξάρτηση από την Κίνα για στρατηγικά υλικά είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου ότι η Κίνα κυριαρχεί στις αλυσίδες εφοδιασμού. Ταυτόχρονα, η Ευρώπη εξαρτάται από χώρες που δεν είναι πάντα στρατηγικά ευθυγραμμισμένες με τις αξίες της, κάτι που μπορεί να προκαλέσει περαιτέρω κινδύνους.
Η έκθεση προειδοποιεί ότι η ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει μια συνεκτική εξωτερική οικονομική πολιτική που να συντονίζει τις εμπορικές συμφωνίες και τις επενδύσεις με χώρες που έχουν πλούσιους φυσικούς πόρους. Επιπλέον, συνιστά τη δημιουργία αποθεμάτων σε κρίσιμους τομείς και την ανάπτυξη στρατηγικών συνεργασιών με βιομηχανίες για την ενίσχυση της αλυσίδας εφοδιασμού. Η Ευρώπη θα πρέπει να μειώσει τις εξαρτήσεις της και να εκμεταλλευτεί τους δικούς της πόρους, μέσα από την εξόρυξη, την ανακύκλωση και την καινοτομία σε εναλλακτικά υλικά.
Η ενίσχυση της Ενιαίας Αγοράς είναι μια άλλη σημαντική προτεραιότητα της έκθεσης, η οποία επισημαίνει ότι η ευρωπαϊκή αγορά, με 440 εκατομμύρια καταναλωτές και 23 εκατομμύρια επιχειρήσεις, παραμένει κατακερματισμένη. Αυτός ο κατακερματισμός δημιουργεί εμπόδια στην εμπορική δραστηριότητα και παρεμποδίζει την πλήρη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων. Η υλοποίηση μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς θεωρείται καίρια για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε διεθνές επίπεδο.
Η πολιτική ανταγωνισμού είναι επίσης ένα θέμα που θίγει η έκθεση, σημειώνοντας ότι δεν θα πρέπει να λειτουργεί ως εμπόδιο στους τεχνολογικούς στόχους της Ευρώπης. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) θα πρέπει να ενισχύσει τον ρόλο της, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωστή λειτουργία των αγορών και την προώθηση των απαραίτητων επενδύσεων.
Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Ντράγκι, η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή ανάγκη για επενδύσεις, που δεν έχει εμφανιστεί εδώ και 50 χρόνια. Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αύξηση της παραγωγικότητας είναι το κλειδί για να εξασφαλίσει η ΕΕ μεγαλύτερο δημοσιονομικό χώρο και να στηρίξει τις επενδυτικές της ανάγκες, ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική και αυτάρκης στον ταχέως μεταβαλλόμενο παγκόσμιο χάρτη.