Βρισκόμαστε στο φθινόπωρο του 1971, στο Los Altos της Καλιφόρνια. Ο Steve Wozniak, ένας νεαρός τεχνικός και λάτρης των ηλεκτρονικών, εντοπίζει ένα αντίτυπο του περιοδικού Esquire στο τραπέζι της κουζίνας. Το άρθρο που του τραβά την προσοχή φέρει τον τίτλο «Secrets of the Little Blue Box» και είναι γραμμένο από τον Ron Rosenbaum, δημοσιογράφο και συγγραφέα, γνωστό για τα ερευνητικά του ρεπορτάζ. Αυτό που διαβάζει δεν είναι μια απλή τεχνολογική ανάλυση, αλλά μια ιστορία γεμάτη μυστήριο και εφευρετικότητα, που θα του αλλάξει για πάντα τη ζωή.
Η κοινότητα των phone phreaks
Το άρθρο παρουσιάζει έναν κόσμο από ανθρώπους που αποκαλούνται «phone phreaks», μια «υπόγεια» κοινότητα που βρίσκει τρόπους να παρακάμπτει τα δίκτυα για να κάνει δωρεάν κλήσεις. Χρησιμοποιούν μια συσκευή που ονομάζεται Blue Box, η οποία μιμείται τους τόνους των τηλεπικοινωνιακών κέντρων, κάτι που τους επιτρέπει να «ξεγελάσουν» το σύστημα. Ο Rosenbaum αναφέρει και κάποιους θρυλικούς χαρακτήρες, όπως τον John Draper, γνωστό ως «Captain Crunch», έναν άνδρα που χρησιμοποιεί μια σφυρίχτρα από τα δημητριακά Cap’n Crunch για να μιμηθεί τον τόνο των 2600 Hz.
Επί της ουσίας, η διαδικασία βασίζεται στη δημιουργία των ίδιων ηχητικών συχνοτήτων που χρησιμοποιούν οι τηλεπικοινωνιακές εταιρείες για να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται τις κλήσεις μεταξύ των κέντρων. Οι συσκευές όπως το Blue Box μιμούνται αυτές τις συχνότητες, «ξεγελώντας» το τηλεφωνικό δίκτυο, ώστε να πιστεύει ότι η κλήση γίνεται από ένα κεντρικό τηλεπικοινωνιακό σύστημα και όχι από έναν απλό χρήστη. Αυτή η τεχνική επέτρεπε στους phone phreaks να κάνουν δωρεάν διεθνείς κλήσεις και να αποκτούν πρόσβαση σε περιοχές του δικτύου που ήταν συνήθως απροσπέλαστες.
Για τον Wozniak, το κείμενο που διαβάζει είναι κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον. «Είναι το πιο απίστευτο άρθρο που έχω διαβάσει ποτέ», θα πει αργότερα. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι είναι πραγματικό, αλλά όσο περισσότερο το διαβάζω, τόσο πιο αληθινό φαίνεται». Οι άνθρωποι που αναφέρονται στο άρθρο του Rosenbaum του θυμίζουν τον εαυτό του: λάτρεις της τεχνολογίας, που δημιουργούν πράγματα, όχι για το κέρδος, αλλά για την απόλαυση της εφευρετικότητας. Για τον Wozniak, η προοπτική αυτής της ανακάλυψης είναι συναρπαστική και θέλει να τη μοιραστεί με τον καλύτερο του φίλο: τον Steve Jobs.
Ο Wozniak τηλεφωνεί αμέσως στον Jobs, ο οποίος τότε είναι 17 ετών και μαθητής λυκείου. Οι δύο Steve μοιράζονται το ίδιο πάθος για την τεχνολογία και την αναζήτηση νέων ιδεών. Ο Jobs ενθουσιάζεται με την ιστορία που αναφέρεται στο άρθρο και οι δύο φίλοι αποφασίζουν να ψάξουν για περισσότερες πληροφορίες. Μέσα σε λίγες ώρες, βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του Stanford Linear Accelerator Center (SLAC), αναζητώντας τα τεχνικά στοιχεία που περιγράφονται στο άρθρο. Η επιθυμία τους να ανακαλύψουν πώς ακριβώς λειτουργούν αυτές οι συσκευές τους παρακινεί να εμβαθύνουν στη βιβλιογραφία.
Μετά από ώρες αναζήτησης και μελέτης, οι δύο Steve εντοπίζουν, επιτέλους, τις τεχνικές λεπτομέρειες, ανακαλύπτοντας τους τόνους που χρησιμοποιούν τα τηλεφωνικά δίκτυα για να διεκπεραιώνουν τις συνδέσεις. Αυτή η στιγμή είναι μια καθοριστική εμπειρία για τους δυο τους. «Ήταν μια στιγμή “εύρηκα”», θα πει αργότερα ο Wozniak. Επιστρέφοντας στο σπίτι, γεμάτοι ενθουσιασμό, συζητούν αδιάκοπα για το πώς θα μπορούσαν να κατασκευάσουν τη δική τους συσκευή. Είναι πλέον αποφασισμένοι να δοκιμάσουν αυτά που έχουν ανακαλύψει και να δουν αν μπορούν να δημιουργήσουν το δικό τους Blue Box.
Η δημιουργία του πρώτου Blue Box
Τις επόμενες ημέρες, αγοράζουν τα απαραίτητα εξαρτήματα από τοπικά καταστήματα ηλεκτρονικών και ξεκινούν να κατασκευάζουν το πρώτο τους Blue Box. Η συσκευή αυτή, αν και φαινομενικά απλή, μπορεί να μιμηθεί τους τόνους των δικτύων. Ωστόσο, οι πρώτες τους δοκιμές δεν φέρνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αν και τα καταφέρνουν σε μια κλήση χρησιμοποιώντας τον τόνο των 2600 Hz, οι υπόλοιποι τόνοι δεν λειτουργούν σωστά. Ο Wozniak γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα είναι στα αναλογικά κυκλώματα. Οι αναλογικές συσκευές είναι ανακριβείς και τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούν, όπως αντιστάσεις και πυκνωτές, έχουν μικρές αποκλίσεις.
Για να διορθώσουν τις προκλήσεις της πρώτης συσκευής, ο Wozniak αποφασίζει να φτιάξει μια πιο εξελιγμένη, ψηφιακή εκδοχή του Blue Box. Αυτή τη φορά χρησιμοποιεί ψηφιακά κυκλώματα, τα οποία προσφέρουν μεγαλύτερη ακρίβεια, αλλά και κρύσταλλο χαλαζία για μεγαλύτερη σταθερότητα. Μετά από μερικές ημέρες επιμονής, οι δύο φίλοι καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια πιο αξιόπιστη συσκευή. Όταν την δοκιμάζουν, λειτουργεί αμέσως με επιτυχία. Οι δύο Steve, με ενθουσιασμό, αντιλαμβάνονται ότι έχουν φτιάξει μια συσκευή που μπορεί να ελέγξει ένα τηλεπικοινωνιακό δίκτυο αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αυτή η ανακάλυψη είναι καθοριστική για την πορεία τους. Όπως θα πει αργότερα ο Jobs «είμαστε νέοι και αυτό που μαθαίνουμε είναι ότι μπορούμε να φτιάξουμε κάτι μόνοι μας, που μπορεί να ελέγξει υποδομές αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων στον κόσμο. Αυτό μαθαίνουμε. Ότι εμείς οι δύο -ξέρεις, δεν γνωρίζαμε πολλά- μπορούμε να φτιάξουμε ένα μικρό πράγμα που μπορεί να ελέγξει ένα τεράστιο πράγμα». Ο Jobs συνειδητοποιεί πόσο μεγάλη είναι η δυνατότητα τους να επηρεάσουν το τεχνολογικό πεδίο και την τηλεπικοινωνιακή υποδομή.
Σύντομα, ο Jobs προτείνει να αρχίσουν να πωλούν τα Blue Boxes. Δημιουργούν ένα μικρό παράνομο επιχειρηματικό σχέδιο και αρχίζουν να πουλούν τις συσκευές σε άλλους λάτρεις της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τις ιστορικές αναφορές, κατασκευάζουν περίπου 100 συσκευές, τις οποίες πωλούν έναντι 150 δολαρίων τη μια. Αυτή η δραστηριότητα προσφέρει στους δύο Steve πολύτιμες εμπειρίες στην επιχειρηματικότητα, στην πώληση και στο μάρκετινγκ. Η πώληση των συσκευών τους βοηθά να κατανοήσουν πώς λειτουργεί η αγορά και η προσφορά προϊόντων.
Το τηλεφώνημα στο Βατικανό
Μια από τις πιο διάσημες ιστορίες από εκείνη την περίοδο είναι όταν ο Wozniak και ο Jobs αποφασίζουν να κάνουν μια φάρσα στο Βατικανό. Χρησιμοποιώντας το Blue Box, προσπαθούν να καλέσουν τον Πάπα, προσποιούμενοι ότι είναι ο Henry Kissinger, σύμβουλος του Αμερικανού Προέδρου Nixon. Όπως περιγράφει ο Jobs, «αναφέραμε ότι είμαστε στη σύνοδο κορυφής στη Μόσχα και ότι χρειαζόμαστε να μιλήσουμε με τον Πάπα». Μετά από πολλές προσπάθειες και αφού ξυπνούν αξιωματούχους του Βατικανού, ξεσπούν σε γέλια πριν ολοκληρωθεί η φάρσα. Παρόλο που δεν κατάφεραν να μιλήσουν με τον Πάπα, η εμπειρία τους έδειξε πόσο ισχυρή ήταν η συσκευή που είχαν δημιουργήσει.
Παρά την επιτυχία τους, αντιλαμβάνονται τους κινδύνους της παράνομης δραστηριότητάς. Το Blue Box είναι μια παράνομη συσκευή και οι επιπτώσεις για τη χρήση της μπορεί να είναι σοβαρές. Αποφασίζουν, τότε, να σταματήσουν την πώληση των «μπλε κουτιών». Ωστόσο, δεν μετανιώνουν για αυτή την εμπειρία. Το μάθημα που παίρνουν από την κατασκευή τους είναι ανεκτίμητο. Εκτός από τη δική τους εμπειρία, η εποχή του phone phreaking είναι γεμάτη από ενδιαφέρουσες προσωπικότητες και τεχνολογικές εξελίξεις. Άλλωστε, η κοινότητα των phone phreaks συμβάλλει στην ανάπτυξη της κουλτούρας των χάκερ και της ελεύθερης ανταλλαγής πληροφοριών.
Στο πέρασμα του χρόνου, ο Jobs αναγνωρίζει τη σημασία αυτών των πρώτων πειραμάτων με τα Blue Boxes στην εξέλιξή του ίδιου και του Wozniak. Όπως θα πει μετά από χρόνια, «δεν νομίζω ότι θα υπήρχε η Apple αν δεν υπήρχαν τα Blue Boxes».