Η νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) για τις Περιφερειακές Οικονομικές Προοπτικές αναφέρει ότι η οικονομική επίδοση της Ελλάδας παρέμεινε ισχυρή το 2024. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,1% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο και κατά 2,3% το δεύτερο τρίμηνο, υποστηριζόμενο από την ιδιωτική κατανάλωση και τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου.
Η χώρα, όπως αναφέρεται, είναι σε καλό δρόμο για άλλη μια ισχυρή τουριστική περίοδο το 2024, με ενδεχόμενο να ξεπεράσει τα ρεκόρ της προηγούμενης χρονιάς. Οι τουριστικές αφίξεις αυξήθηκαν κατά 15,5% το πρώτο εξάμηνο του 2024 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας συνέχισαν να βελτιώνονται το πρώτο εξάμηνο του 2024, με το ποσοστό ανεργίας να φθάνει στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 ετών, 9,6% τον Ιούνιο του 2024, σύμφωνα με εποχικά προσαρμοσμένες εκτιμήσεις.
Ο προϋπολογισμός, ο οποίος επέστρεψε σε πρωτογενή πλεονάσματα το 2023, κατέγραψε πλεόνασμα 0,9% του ΑΕΠ τους πρώτους πέντε μήνες του 2024, ελαφρώς υψηλότερο από το 0,6% την ίδια περίοδο το 2023, λόγω αυξημένων φορολογικών εσόδων. Παρά το γεγονός ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει το υψηλότερο στην Ευρώπη (161,9% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023), ο δείκτης αυτός μειώθηκε περαιτέρω λόγω της υψηλής ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ και του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος. Ο πληθωρισμός μειώθηκε περαιτέρω στο 3% κατά μέσο όρο το πρώτο εξάμηνο του 2024 (βάσει του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή), αν και ο δομικός πληθωρισμός παρέμεινε σχετικά υψηλός και επίμονος, στο 3,3% τον Ιούνιο του 2024.
Η Ελλάδα σημείωσε σημαντική πρόοδο στην υλοποίηση έργων χρηματοδοτούμενων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), βοηθώντας στην αντιμετώπιση των κινδύνων που προέρχονται από την παγκόσμια και περιφερειακή αστάθεια, τις αδυναμίες σε βασικές εξαγωγικές αγορές και τις κλιματικές καταστροφές. Μέχρι τον Ιούλιο του 2024, η Ελλάδα είχε λάβει 14,9 δισ. ευρώ από το RRF (41% του συνολικού διαθέσιμου ποσού των 36 δισ. ευρώ), ξεπερνώντας τον μέσο όρο της ΕΕ σε απορρόφηση κονδυλίων. Συνεπώς, η συνολική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική προοπτική παραμένει θετική, με την ανάπτυξη να προβλέπεται να αυξηθεί στο 2,4% το 2024 και στο 2,6% το 2025.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) αναθεώρησε ελαφρώς προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την ανάπτυξη στις περιοχές όπου επενδύει. Η πρόβλεψη για την ανάπτυξη το 2024 ανέρχεται σε 2,8%, 0,2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερη από την προηγούμενη εκτίμηση του Μαΐου 2024. Για το 2025, η πρόβλεψη αναμένει ανάπτυξη 3,5%, 0,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερη από την προηγούμενη εκτίμηση.
Η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στην Κεντρική Ασία και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτέλεσε βασικό λόγο αυτής της αναθεώρησης. Στην Κεντρική Ασία, η εξορυκτική δραστηριότητα σε Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν παρέμεινε στάσιμη, ενώ η ασθενέστερη προοπτική στην ανεπτυγμένη Ευρώπη επηρέασε τις χώρες της νοτιοανατολικής ΕΕ. Παράλληλα, οι οικονομίες της νότιας και ανατολικής Μεσογείου (SEMED) βρέθηκαν αντιμέτωπες με σοβαρή ξηρασία και συνεχείς συγκρούσεις στη Γάζα και τον Λίβανο, επιβαρύνοντας τις οικονομικές τους προοπτικές.
Η έκθεση της EBRD αναφέρει επίσης ότι ο πληθωρισμός στις περιοχές όπου δραστηριοποιείται η τράπεζα έχει μειωθεί. Ο πληθωρισμός μειώθηκε από 17,5% τον Οκτώβριο του 2022 στο 5,8% έως τον Ιούλιο του 2024, αν και παραμένει 1,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον προ πανδημίας μέσο όρο. Η μείωση του πληθωρισμού επέτρεψε την ανάκαμψη των πραγματικών μισθών, οι οποίοι αυξήθηκαν γρήγορα, ενισχύοντας την κατανάλωση των νοικοκυριών.
Ωστόσο, η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού ήταν πιο αργή σε ορισμένες περιπτώσεις. Σε έξι οικονομίες — Τουρκία, Αίγυπτος, Μολδαβία, Ουγγαρία, Καζακστάν και Ουκρανία — ο συνολικός πληθωρισμός από τον Φεβρουάριο του 2022 ξεπέρασε το 30%, προσθέτοντας επιπλέον πιέσεις στο κόστος ζωής.
Η EBRD επισημαίνει την ανάγκη συνεχιζόμενης προσαρμογής των χωρών στις νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές πραγματικότητες. Οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν σταθεροποιηθεί, ωστόσο το φυσικό αέριο στην Ευρώπη παραμένει ακριβότερο σε σύγκριση με άλλες περιοχές, ενώ ορισμένες οικονομίες στην περιοχή πληρώνουν πολύ υψηλότερες τιμές εισαγωγής σε σχέση με τη Γερμανία. Η νέα έκθεση της EBRD εξετάζει τις διαφορές στα κόστη ενέργειας μεταξύ των χωρών και διαπιστώνει ότι, για παράδειγμα, η Αρμενία εξακολουθεί να πληρώνει χαμηλή τιμή για το φυσικό αέριο λόγω του συμβολαίου της από το 2021, ενώ άλλες χώρες, όπως η Ουκρανία και η Σλοβενία, πληρώνουν σημαντικά περισσότερο.
Η EBRD επισημαίνει επίσης σημαντικές αλλαγές στην προμήθεια ενεργειακών πηγών, με το ρωσικό φυσικό αέριο μέσω αγωγών να αντικαθίσταται από εναλλακτικές πηγές, όπως το νορβηγικό φυσικό αέριο και το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ και τη Νορβηγία, που διευκολύνονται από νέους και διευρυμένους τερματικούς σταθμούς στην Κροατία, την Ελλάδα και τη Λιθουανία. Ταυτόχρονα, οι χώρες της ΕΕ και των Δυτικών Βαλκανίων μείωσαν την εξάρτησή τους από το ρωσικό πετρέλαιο από 60% στην αρχή του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας σε περίπου 30%.
Η έκθεση τονίζει, επίσης, τη διαρκή σημασία της Κίνας ως εμπορικού εταίρου στις περιοχές της EBRD. Σε χώρες όπως η Αρμενία και το Καζακστάν, το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές αυξήθηκε από 14% το 2021 σε 25% το 2023, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό τις ρωσικές εισαγωγές. Οι πράσινες τεχνολογίες, όπως ηλιακές μπαταρίες και ανεμογεννήτριες, κάνουν την Κίνα σημαντικό προμηθευτή για τις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η περιφερειακή ανάπτυξη προβλέπεται να παρουσιάσει ποικίλες τάσεις. Στην κεντρική Ευρώπη και τις χώρες της Βαλτικής, η ανάπτυξη αναμένεται να αυξηθεί από 0,2% το 2023 σε 2,3% το 2024 και 3,2% το 2025. Στις χώρες της νοτιοανατολικής ΕΕ, η ανάπτυξη προβλέπεται να μειωθεί από 2% το 2023 σε 1,9% το 2024, αλλά με ανάκαμψη στο 2,6% το 2025, λόγω της βελτίωσης της βιομηχανικής παραγωγής.
Στην Κεντρική Ασία, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί από 5,7% το 2023 σε 5,1% το 2024, προτού αυξηθεί ξανά στο 5,9% το 2025, ενώ στην ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο, η ανάπτυξη αναμένεται να μειωθεί από 4,4% το 2023 σε 3,7% το 2024, με νέα αύξηση στο 4,1% το 2025.