Η παγκόσμια οικονομία φαίνεται να βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης, καθώς η ανάπτυξη παραμένει ανθεκτική κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, με τον πληθωρισμό να μειώνεται σταδιακά. Παρά τις θετικές ενδείξεις, οι κίνδυνοι παραμένουν σημαντικοί, σύμφωνα με την τελευταία Προσωρινή Οικονομική Έκθεση του ΟΟΣΑ.
Η έκθεση προβλέπει ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα διατηρηθεί στο 3,2% τόσο το 2024 όσο και το 2025, ελαφρώς αυξημένη σε σύγκριση με το 3,1% του 2023. Αυτή η ανθεκτικότητα οφείλεται στους σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης του εμπορίου, στη βελτίωση των πραγματικών εισοδημάτων και την υποστηρικτική νομισματική πολιτική σε πολλές οικονομίες. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων επιτρέπει στις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς και η Ισπανία, να συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ενώ η εγχώρια ζήτηση ενισχύει τις οικονομίες σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Ινδονησία.
Από τον Ιούλιο έως τον Αύγουστο του 2024, οι δείκτες υψηλής συχνότητας καταδεικνύουν συνεχιζόμενη δυναμική ανάπτυξης. Οι επιχειρηματικές έρευνες υποδεικνύουν ότι η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών παραμένει ισχυρότερη σε σχέση με τον τομέα της μεταποίησης. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη, αν και παραμένει χαμηλότερη από τις μακροπρόθεσμες τάσεις, παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και τις αναδυόμενες αγορές. Σε πολλές από τις χώρες του ΟΟΣΑ, ο πληθωρισμός έχει πλέον πλησιάσει τους στόχους των κεντρικών τραπεζών, με περίπου τέσσερα πέμπτα των χωρών να εμφανίζουν πληθωρισμό κάτω ή κοντά στο στόχο (με διαφορά μικρότερη από μία ποσοστιαία μονάδα) τον Αύγουστο του 2024.
Στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, η ανάπτυξη προβλέπεται να επιβραδυνθεί από τον ταχύ ρυθμό του 2023, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,6% το 2024 και 1,6% το 2025. Παρά τη μείωση, η οικονομία αναμένεται να ωφεληθεί από τη σταδιακή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί και οι συνθήκες χρηματοδότησης βελτιώνονται. Στην ευρωζώνη, η ανάπτυξη προβλέπεται στο 0,7% το 2024 και 1,3% το 2025, κυρίως λόγω της ανάκαμψης των πραγματικών εισοδημάτων και της βελτίωσης στην προσβασιμότητα των πιστώσεων.
Αντίστοιχα, η οικονομία της Κίνας φαίνεται να εισέρχεται σε περίοδο επιβράδυνσης, με την ανάπτυξη να αναμένεται να μειωθεί στο 4,9% το 2024 και στο 4,5% το 2025. Οι πολιτικές τόνωσης που εφαρμόζονται αντισταθμίζονται από την ασθενή καταναλωτική ζήτηση και τη συνεχιζόμενη διόρθωση στον τομέα των ακινήτων. Αυτό αποτελεί έναν παράγοντα που θα μπορούσε να επηρεάσει τις ευρύτερες παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές, δεδομένου ότι η Κίνα έχει αποτελέσει για πολλά χρόνια κύριο μοχλό της παγκόσμιας ανάπτυξης.
Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η έκθεση του ΟΟΣΑ σημειώνει σημαντική πτώση το 2024 και το 2025. Ο συνολικός πληθωρισμός στις χώρες της G20 προβλέπεται να μειωθεί από 6,1% το 2023 σε 5,4% το 2024 και 3,3% το 2025. Ο βασικός πληθωρισμός στις ανεπτυγμένες οικονομίες της G20 αναμένεται να μειωθεί από 4,2% το 2023 σε 2,7% το 2024 και 2,1% το 2025. Ωστόσο, σε ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Ινδία και η Τουρκία, ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε υψηλότερα επίπεδα, παρότι θα παρουσιάσει μείωση.
Η πορεία του πληθωρισμού επηρεάζεται επίσης από την εξέλιξη των τιμών των υπηρεσιών, οι οποίες αποδεικνύονται πιο δύσκαμπτες. Ο πληθωρισμός στις υπηρεσίες μειώνεται με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με άλλους τομείς, κυρίως λόγω των αυξημένων μισθολογικών πιέσεων και της σχετικά χαμηλής προσφοράς εργασίας. Παρά ταύτα, οι πιέσεις στην αγορά εργασίας αρχίζουν να υποχωρούν. Ο αριθμός των κενών θέσεων εργασίας έχει υποχωρήσει από τα υψηλά επίπεδα της πανδημίας, ενώ οι μετρήσεις για τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού έχουν επίσης μειωθεί σε πολλές ανεπτυγμένες οικονομίες. Ωστόσο, η ανεργία αυξήθηκε στις αρχές του 2024 σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Τουρκία, η Ινδία και η Νότια Αφρική, γεγονός που αντικατοπτρίζει την μείωση της ζήτησης και την αύξηση της προσφοράς εργασίας, συχνά λόγω της ενίσχυσης των μεταναστευτικών ροών.
Όσον αφορά στη νομισματική πολιτική, η μείωση του πληθωρισμού και η χαλάρωση της πίεσης στην αγορά εργασίας δημιουργούν χώρο για σταδιακές μειώσεις των επιτοκίων. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει ευχέρεια για χαλάρωση της πολιτικής, η έκθεση προειδοποιεί ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν προσεκτικές. Οι όποιες αποφάσεις θα πρέπει να είναι προσεκτικά ζυγισμένες και βασισμένες στα διαθέσιμα δεδομένα, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν υπό έλεγχο. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως στην Ιαπωνία, ενδέχεται να απαιτηθούν ήπιες αυξήσεις των επιτοκίων.
Παράλληλα, η δημοσιονομική πολιτική αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις. Οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με υψηλά επίπεδα χρέους και νέες πιέσεις που προκύπτουν από τη γήρανση του πληθυσμού, τις ανάγκες για επενδύσεις στην ψηφιακή και κλιματική μετάβαση, αλλά και την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Οι προσπάθειες για συγκράτηση της αύξησης των δαπανών και η βελτίωση των εσόδων κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να διασφαλιστεί η δημοσιονομική βιωσιμότητα. Η αποκατάσταση των δημοσιονομικών αποθεμάτων είναι κρίσιμη για την αντιμετώπιση μελλοντικών κλυδωνισμών.
Τέλος, η ανάγκη για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις παραμένει επιτακτική. Η επιβράδυνση του ρυθμού των μεταρρυθμίσεων, ιδίως στον τομέα των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, στερεί από τις οικονομίες σημαντικές ευκαιρίες για αύξηση της παραγωγικότητας. Η έκθεση του ΟΟΣΑ υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο ανταγωνιστικά ρυθμιστικά περιβάλλοντα, τα οποία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα, να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και να βελτιώσουν τα βιοτικά επίπεδα μακροπρόθεσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι κυβερνήσεις καλούνται να αναλάβουν φιλόδοξες πρωτοβουλίες για τη μεταρρύθμιση των αγορών προϊόντων, τη μείωση των εμποδίων εισόδου και τον περιορισμό των κανονιστικών φραγμών στις υπηρεσίες. Επιπλέον, απαιτείται περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία στις δραστηριότητες άσκησης πίεσης (lobbying), ώστε να προωθηθούν οι απαραίτητες αλλαγές που θα βελτιώσουν το επιχειρηματικό περιβάλλον και θα ενισχύσουν την ανάπτυξη.