Στα 830 ευρώ το μήνα θα είναι από την 1η Απριλίου ο νέος κατώτατος μισθός όπως, ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την εισαγωγική τοποθέτησή του στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου που βρίσκεται αυτή την ώρα σε εξέλιξη, στο Μέγαρο Μαξίμου.
«Έτσι, από την 1η Απριλίου, σε λίγες μέρες από τώρα, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ τον μήνα. Μιλάμε για μια αύξηση 50 ευρώ, σε ένα ποσό που, όπως θα ακούσουμε και στη συνέχεια, θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τριετίες και πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Θέλω να θυμίσω ότι όταν ήρθαμε στα πράγματα ο κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ, το 2019. Έχει παρουσιάσει ουσιαστικά μια άνοδο της τάξης του 27%» σημείωσε ο ίδιος.
Ολόκληρη η εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού:
Η χθεσινή ψηφοφορία στη Βουλή, αλλά κυρίως η τριήμερη συζήτηση που προηγήθηκε, νομίζω ότι γι’ αυτούς που την παρακολούθησαν έδωσε πολλές απαντήσεις.
Οι πολίτες είχαν την ευκαιρία να ακούσουν την αλήθεια γύρω από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Νομίζω ότι είχαν και τη δυνατότητα να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τη διαστρέβλωση της κομματικής δημαγωγίας. Και φυσικά να διαπιστώσουν και την υποκρισία των κομμάτων της αντιπολίτευσης, εκείνων που ενώ επικαλούνται τον δίκαιο πόνο των συγγενών, την ίδια ώρα ουσιαστικά μεθόδευαν ένα κοινό χτύπημα κατά της κυβέρνησης.
Προσωπικά μίλησα με ειλικρίνεια, από καρδιάς. Ελπίζω να με άκουσαν και με τον ίδιο τρόπο. Νομίζω ότι σε τέτοιες στιγμές είναι σημαντικό τελικά να κυριαρχεί η ουσία και όχι οι εντυπώσεις. Η λογική αλλά και το συναίσθημα.
Γιατί πιστεύω ότι οι πολίτες αντιλαμβάνονται τελικά ποιος είναι ειλικρινής και από τον τρόπο με τον οποίο εκφέρει τον λόγο του, και όχι φτηνή προπαγάνδα. Και η διαδικασία αυτή πιστεύω τελικά ότι ήταν αναγκαία, γιατί νομίζω ότι όλοι πια αντιλαμβάνονται ότι ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ θα διαγκωνίζονται σε τοξικότητα καθώς βαδίζουμε προς τις ευρωεκλογές.
Νομίζω ότι είδατε και τον κυνισμό με τον οποίον εργαλειοποίησαν ένα συλλογικό τραύμα και πόσο αδίστακτα μίλησαν ακόμη μέχρι και για νοθεία στις εκλογές, με πόση ευκολία «αγκαλιάστηκαν» με εξωθεσμικά κέντρα. Αλλά και πόσο επικίνδυνους δρόμους ανοίγουν, αμφισβητώντας ουσιαστικά το σημαντικότερο κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, 50 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, που δεν είναι άλλο από τις δίκαιες και ελεύθερες εκλογές.
Προσωπικά, είχα την ευκαιρία να πω ένα πράγμα το οποίο έχω πει πολλές φορές και εδώ στο Υπουργικό Συμβούλιο: δεν συγκυβερνούμε με κανένα συμφέρον. Ο καθένας στον ρόλο του.
Όλα αυτά αναδεικνύουν και τη διπλή πολιτική βαρύτητα που αποκτά η αναμέτρηση του Ιουνίου. Από τη μία μεριά κρίνεται η ελληνική εκπροσώπηση στην Ευρωβουλή, εκεί μας περιμένουν σημαντικές μάχες σε πολλά επίπεδα: μεταναστευτικό, άμυνα, ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, περισσότερα κονδύλια για τους αγρότες μας. Χρειάζονται συνεπώς ευρωβουλευτές με ευρωπαϊκή γραμμή, αλλά ταυτόχρονα και με δυνατή εθνική φωνή. Ενώ στην ίδια κάλπη θα ζυγιστεί προφανώς και η πολιτική σταθερότητα αλλά και η συνέχεια μιας πορείας που, παρά τις δυσκολίες, μας οδηγεί μπροστά.
Έρχομαι τώρα στα θέματα του Υπουργικού Συμβουλίου, όπου προφανώς κυριαρχεί η απόφασή μας για τον νέο κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξάνεται για τέταρτη φορά.
Έτσι, από την 1η Απριλίου, σε λίγες μέρες από τώρα, όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα λαμβάνουν 830 ευρώ τον μήνα. Μιλάμε για μια αύξηση 50 ευρώ, σε ένα ποσό που, όπως θα ακούσουμε και στη συνέχεια, θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τριετίες και πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με τον κατώτατο μισθό.
Θέλω να θυμίσω ότι όταν ήρθαμε στα πράγματα ο κατώτατος μισθός ήταν 650 ευρώ, το 2019. Έχει παρουσιάσει ουσιαστικά μια άνοδο της τάξης του 27%.
Μετά τις αυξήσεις λοιπόν στο Δημόσιο, μετά τις αυξήσεις στις συντάξεις, γίνεται πράξη ένα ακόμα βήμα στην εφαρμογή των προγραμματικών μας δεσμεύσεων. Με μόνιμα μέτρα -να το τονίσω αυτό, μόνιμα μέτρα- τα οποία αφορούν εκατομμύρια νοικοκυριά και τα οποία προφανώς θα ισχύουν και μετά το πέρασμα της διεθνούς ακρίβειας, ώστε να μπορούμε να πετύχουμε τον στόχο τον οποίο έχουμε θέσει: το 2027 ο μέσος μισθός στην πατρίδα μας να είναι 1.500 ευρώ και ο κατώτατος μισθός 950 ευρώ.
Θέλω να τονίσω ότι η σημερινή απόφαση είναι σωστά μελετημένη. Ανακουφίζει σίγουρα τους εργαζόμενους, δίχως όμως -είναι κάτι το οποίο το συζητήσαμε εκτενώς με όλα τα συναρμόδια Υπουργεία- να θίγει, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, τις αντοχές της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των ίδιων των επιχειρήσεων.
Είναι μια απόφαση που στηρίζει το εισόδημα, αλλά δεν επιβαρύνει τόσο το κόστος παραγωγής, βάζοντας σε κίνδυνο τη μείωση της ανεργίας. Και βέβαια, είναι πολύ σημαντικό η αύξηση αυτή σε καμιά περίπτωση να μην οδηγήσει -και πιστεύω ότι κινείται στο επίπεδο που αυτό δεν θα συμβεί- νέες προσδοκίες σχετικά με τον πληθωρισμό από εδώ και στο εξής.
Για το ύψος της αύξησης λάβαμε υπόψη εισηγήσεις κοινωνικών και επιστημονικών φορέων. Ενώ και φέτος η αύξηση αυτή έρχεται πια νωρίτερα, 1η Απριλίου, προκειμένου να ωφεληθούν από αυτή την αύξηση και όλοι οι εργαζόμενοι στον τουρισμό.
Είναι η ίδια συνετή πολιτική την οποία ακολουθήσαμε και στις προηγούμενες αυξήσεις. Τα στοιχεία, νομίζω, επιβεβαιώνουν ότι έχουμε βρει το σωστό μέτρο και τη σωστή ισορροπία: οι μισθοί αυξάνονται, η ανεργία έχει πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό, μετά από 15 χρόνια.
Η ανάπτυξη των επιχειρήσεων, σε συνδυασμό και με τη μείωση, βέβαια, των φορολογικών συντελεστών, δείχνει να μπορούν οι επιχειρήσεις να απορροφήσουν τελικά αυτό το πρόσθετο κόστος. Και δεν είναι τυχαίο ότι το επιχειρηματικό κλίμα στην Ελλάδα εμφανίζει τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη βελτίωση μεταξύ 82 χωρών.
Και βέβαια, επειδή άκουσα χθες να γίνεται μια συζήτηση στη Βουλή για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, να επισημάνουμε ότι το 2023 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παρουσίασε τη μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προφανώς, δεν είμαστε ακόμα εκεί που θέλουμε να είμαστε, γιατί κουβαλάμε το βάρος μιας δεκαετούς κρίσης. Κανείς όμως δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η συνολική πορεία της οικονομίας και η πορεία αύξησης των εισοδημάτων κινείται προς τη σωστή, προς τη θετική κατεύθυνση.
Όπως είπα και στην αρχή -θα μας τα πει στη συνέχεια και η Υπουργός-, ο νέος βασικός μισθός συνεπάγεται αύξηση σε 18 ακόμα επιδόματα: από το επίδομα ανεργίας και εποχικής απασχόλησης, μέχρι το ισόποσο επίδομα μητρότητας, που να θυμίσουμε ότι ήδη έχει επεκταθεί και στις αγρότισσες και στις ελεύθερες επαγγελματίες.
Με αυτόν τον τρόπο ενισχύονται επιπλέον 800.000 δικαιούχοι και φυσικά επηρεάζονται θετικά και οι τριετίες, που να θυμίσουμε ότι «ξεπάγωσαν» έναν χρόνο νωρίτερα από αυτό το οποίο προγραμματίζαμε. «Ξεπάγωσαν» ύστερα από 12 χρόνια. Αυτό σημαίνει υψηλότερες αποδοχές έως και 30% για χιλιάδες εργαζόμενους με σημαντική προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα.
Παρά τις δυσκολίες λοιπόν, παραμένουμε απολύτως προσηλωμένοι στη μάχη της καθημερινότητας, σε δύο πρωτίστως μέτωπα: υψώνουμε «αναχώματα» στις ανατιμήσεις. Έχουμε ήδη πολύ θετικά αποτελέσματα, τα είδαμε και τα βλέπουμε στο ηλεκτρικό ρεύμα, όπου η πτώση των τιμών θα έλεγα ότι μπορεί να ξεπέρασε και τις δικές μας προσδοκίες, αποτέλεσμα της μεγαλύτερης διαφάνειας που επιβάλαμε στην αγορά ηλεκτρικού ρεύματος και του περισσότερου ανταγωνισμού.
Έχουμε σημαντικές μειώσεις στο βρεφικό γάλα, σε πολλά προϊόντα ευρείας χρήσης και προφανώς ο Υπουργός Ανάπτυξης γνωρίζει ότι αυτή είναι μία μάχη η οποία είναι συνεχιζόμενη, έως ότου φτάσουμε πια σε ένα σημείο μόνιμης αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού.
Και βέβαια, όπως είπα, στηρίζουμε το εισόδημα με μόνιμες αυξήσεις, στηρίζοντας κυρίως τους πιο αδύναμους. Σε αυτό το σημείο, εξάλλου, συναντιέται και η οικονομική μας πολιτική με τις κοινωνικές μας προτεραιότητες. Αυξάνουμε τον δημόσιο πλούτο ώστε σε αυτόν να έχουν μερίδιο όλοι.
Κλείνω με την πεποίθηση ότι αυτό το Υπουργικό Συμβούλιο έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία, από τη μία πλευρά, με την ανακοίνωση του νέου αυξημένου βασικού μισθού, που δηλώνει μια συνέπεια στη βελτίωση της καθημερινότητας, και από την άλλη διότι ουσιαστικά σηματοδοτεί και την αφετηρία ενόψει και του συνεδρίου μας, που θα γίνει το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Ένα εορταστικό συνέδριο, το οποίο συμπίπτει με τα 50 χρόνια ίδρυσης της Νέας Δημοκρατίας. Ουσιαστικά σηματοδοτεί και την αφετηρία της κρίσιμης πρόκλησης για την παράταξή μας ενόψει των ευρωεκλογών. Με σαφείς πλέον τους πολλούς φίλους και αρκετούς εχθρούς, θα έλεγα, που θα έχουμε απέναντί μας σε αυτήν την προσπάθεια.