«Οι μειώσεις φόρων που υιοθέτησε η κυβέρνηση από το 2019 ενθάρρυναν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη της οικονομίας και, σε συνδυασμό με τον περιορισμό της φοροδιαφυγής, οδήγησαν σε αύξηση των εσόδων του Δημοσίου».
Αυτό τόνισε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης μιλώντας σήμερα στο φορολογικό φόρουμ του ΟΟΣΑ που πραγματοποιείται στην Αθήνα και στο οποίο συμμετέχουν οι επικεφαλής των φορολογικών διοικήσεων των χωρών – μελών του ΟΟΣΑ.
«Ένα ανταγωνιστικό και δίκαιο φορολογικό σύστημα είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας μιας χώρας. Δημιουργεί πλούτο διασφαλίζοντας ευνοϊκές συνθήκες για τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές. Επιτρέπει τη χρηματοδότηση βασικών υπηρεσιών όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι υποδομές και η δημόσια ασφάλεια. Και δημιουργεί εμπιστοσύνη στους κρατικούς θεσμούς και την κυβέρνηση», τόνισε ο υπουργός.
Το σύστημα αυτό πρόσθεσε, βασίζεται σε δυο πυλώνες: Τη φορολογική πολιτική που αποφασίζουν οι κυβερνήσεις και την εφαρμογή της για την συλλογή των εσόδων. Ως προς τη φορολογική πολιτική, ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε ότι βασική προτεραιότητα για την κυβέρνηση ήταν η αντιμετώπιση της υπερφορολόγησης που «κληροδότησε» η οικονομική κρίση χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η δημοσιονομική ισορροπία. «Μειώσαμε 50 φόρους κατά τη διάρκεια της πρώτης μας θητείας, άλλους 10 κατά τον πρώτο χρόνο μετά τις εκλογές του 2023 και προχωρούμε τώρα σε μείωση άλλων 12 φόρων», ανέφερε. «Παρά τις μειώσεις αυτές τα έσοδα του Δημοσίου έχουν αυξηθεί σημαντικά, για δύο λόγους: Αφενός επειδή οι χαμηλότεροι φόροι ενισχύουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη η οποία τα τελευταία χρόνια είναι υψηλότερη σε σχέση με την ΕΕ. Και αυτό οδήγησε σε αύξηση των εισοδημάτων, της κατανάλωσης και των εσόδων του Κράτους. Αφετέρου διότι από κοινού με την ΑΑΔΕ εφαρμόσαμε μια ολοκληρωμένη και φιλόδοξη μεταρρύθμιση με στόχο τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης».
Η μεταρρύθμιση αυτή όπως σημείωσε ο υπουργός περιλαμβάνει 11 διαφορετικά μέτρα για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, μεταξύ αυτών η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές, τα ηλεκτρονικά βιβλία, το ψηφιακό τιμολόγιο αλλά και πρωτοβουλίες απλοποίησης της φορολογικής νομοθεσίας όπως η αυτόματη συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων, η ψηφιακή επικοινωνία των φορολογουμένων με τις φορολογικές αρχές, ο περιορισμός του χρόνου για την ολοκλήρωση φορολογικών ελέγχων.
Υπογράμμισε δε τα κίνητρα που προβλέπει το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου για την έγκαιρη υποβολή των φορολογικών δηλώσεων.
Ο υπουργός αναφέρθηκε επίσης στις πρωτοβουλίες της ΑΑΔΕ για την υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών εργαλείων για τον εντοπισμό και την πάταξη της φοροδιαφυγής και της απάτης, ιδίως σε τομείς υψηλού κινδύνου. Όπως επίσης στη νέα διαδικτυακή πύλη, η οποία επιτρέπει στους φορολογούμενους να έχουν γρήγορη πρόσβαση σε όλες τις ψηφιακές εφαρμογές και να βρίσκουν τις υπηρεσίες που χρειάζονται.
«Πολλοί είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη μιας σχετικά μεγάλης άτυπης οικονομίας είναι ένα ενδημικό πρόβλημα που πρέπει να αποδεχτούμε και να ‘’ζήσουμε μαζί του’’», κατέληξε ο υπουργός. «Αυτή η κυβέρνηση αρνήθηκε να αποδεχθεί αυτή την άποψη. Έχουμε ξεκινήσει μια μάχη κατά της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής. Και έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο, μεγαλύτερη από αυτή που ανέμεναν πολλοί αναλυτές. Καταφέραμε να βελτιώσουμε τη φορολογική συμμόρφωση και να αυξήσουμε τα φορολογικά έσοδα μειώνοντας παράλληλα τη φορολογική επιβάρυνση για τους νομοταγείς φορολογούμενους. Είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, προκειμένου να αφήσουμε πίσω μας τις κακές πρακτικές του παρελθόντος και να συγκλίνουμε με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».