Η πρόοδος στην ανθρώπινη ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, ενώ οι ανισότητες μεταξύ χωρών συνεχίζουν να διευρύνονται, σύμφωνα με τη νέα Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης του Προγράμματος Ανάπτυξης του ΟΗΕ (UNDP). Η σταθερή ανοδική πορεία των τελευταίων δεκαετιών έχει ανακοπεί, και οι προβλέψεις για την επίτευξη υψηλού επιπέδου ανάπτυξης σε παγκόσμια κλίμακα έως το 2030 φαίνεται πλέον να απομακρύνονται, κυρίως λόγω των διαδοχικών κρίσεων που κορυφώθηκαν με την πανδημία COVID-19.
Η έκθεση καταγράφει ότι για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά οι ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών αυξάνονται. Παράγοντες όπως η εντεινόμενη κρίση χρέους και οι αυξανόμενες εμπορικές εντάσεις περιορίζουν τη δυνατότητα των κρατών να επενδύουν σε κρίσιμες δημόσιες υπηρεσίες, γεγονός που περιορίζει τις παραδοσιακές διαδρομές προς την ανάπτυξη και εντείνει τα διαρθρωτικά προβλήματα σε πολλές περιοχές.
«Αυτή η επιβράδυνση συνιστά μια απολύτως υπαρκτή απειλή για την παγκόσμια πρόοδο», δήλωσε ο Achim Steiner, Διοικητής του UNDP. «Αν η υποτονική πρόοδος του 2024 μετατραπεί σε “νέα κανονικότητα”, το ορόσημο του 2030 μπορεί να μετατεθεί για δεκαετίες – καθιστώντας τον κόσμο μας λιγότερο ασφαλή, πιο διχασμένο και πιο ευάλωτο σε οικονομικούς και οικολογικούς κραδασμούς».
Παρά την επιδείνωση των βασικών δεικτών, η έκθεση εντοπίζει σημαντικές προοπτικές στην ταχεία διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης. Σύμφωνα με το UNDP, εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης χαμηλού ή μηδενικού κόστους υιοθετούνται με ταχύτητα τόσο από επιχειρήσεις όσο και από πολίτες. Σε έρευνα του οργανισμού, περίπου το 60% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι αναμένει θετική επίδραση της τεχνολογίας στην εργασία του, καθώς και τη δημιουργία νέων επαγγελματικών ευκαιριών.
Η αισιοδοξία εμφανίζεται εντονότερη σε χώρες με χαμηλό ή μεσαίο επίπεδο ανθρώπινης ανάπτυξης. Το 70% των συμμετεχόντων από αυτές τις περιοχές εκτιμά ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα ενισχύσει την παραγωγικότητά τους, ενώ δύο στους τρεις προβλέπουν ότι θα αξιοποιήσουν τέτοιες τεχνολογίες σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η υγεία και η εργασία μέσα στον επόμενο χρόνο.
Οι συντάκτες της έκθεσης προτείνουν σειρά παρεμβάσεων για τη μεγιστοποίηση των οφελών από την τεχνητή νοημοσύνη. Περιλαμβάνονται ο εκσυγχρονισμός των συστημάτων εκπαίδευσης και υγείας, η ενίσχυση ενός οικονομικού μοντέλου που βασίζεται στη συνεργασία ανθρώπων και μηχανών και η διασφάλιση συμμετοχής των ανθρώπων σε όλα τα στάδια ανάπτυξης και εφαρμογής της τεχνολογίας.
«Οι επιλογές που θα κάνουμε τα επόμενα χρόνια θα καθορίσουν την κληρονομιά αυτής της τεχνολογικής μετάβασης για την ανθρώπινη ανάπτυξη», δήλωσε ο Pedro Conceição, Διευθυντής του Γραφείου της Έκθεσης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του UNDP. «Με τις σωστές πολιτικές και με επίκεντρο τον άνθρωπο, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αποτελέσει γέφυρα προς νέες γνώσεις, δεξιότητες και ιδέες που θα ενδυναμώσουν τους πάντες, από τους αγρότες μέχρι τους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων».
Η έκθεση σημειώνει ότι ο αντίκτυπος της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι αυτόνομος, αλλά αντανακλά τις αξίες και τις κοινωνικές δομές μέσα στις οποίες αναπτύσσεται. Τονίζεται ότι η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει ή να διευρύνει υπάρχουσες ανισότητες, αναλόγως με το πώς σχεδιάζεται και εφαρμόζεται.
Για την αποφυγή αυτού που περιγράφεται ως «ανάπτυξη της απογοήτευσης», το UNDP προτείνει ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας για τη ρύθμιση της τεχνητής νοημοσύνης, εναρμόνιση μεταξύ της ιδιωτικής καινοτομίας και των δημόσιων στόχων και ανανεωμένη δέσμευση στις αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ισότητας και της βιωσιμότητας.
«Η Έκθεση Ανθρώπινης Ανάπτυξης 2025 δεν είναι μια έκθεση για την τεχνολογία», γράφει στον πρόλογο ο Achim Steiner. «Είναι μια έκθεση για τους ανθρώπους – και την ικανότητά μας να επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας μπροστά σε βαθιές αλλαγές».
Η έκθεση εξετάζει και τις περιφερειακές ανισότητες όσον αφορά την πρόοδο στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Δυτική Ευρώπη κατέχουν ηγετική θέση στην έρευνα, την υποδομή και τις επενδύσεις, διατηρώντας υψηλούς δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης χάρη στις ανεπτυγμένες δημόσιες υπηρεσίες και τις τεχνολογικές τους δυνατότητες. Ωστόσο, αντιμετωπίζουν προκλήσεις ως προς τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, την καλλιέργεια εμπιστοσύνης και την κοινωνική ένταξη.
Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Καναδάς καταγράφονται ως κορυφαίοι παραγωγοί επιστημονικής γνώσης και τεχνολογικής καινοτομίας. Οι ΗΠΑ απορρόφησαν το 2024 επενδύσεις ύψους 70,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, ενώ φιλοξενούν περίπου το 50% των παγκόσμιων κέντρων δεδομένων, γεγονός που αναδεικνύει τις παγκόσμιες ασυμμετρίες στην υπολογιστική ισχύ. Η πλειονότητα των μεγάλων μοντέλων τεχνητής νοημοσύνης εξακολουθεί να αναπτύσσεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη Δυτική Ευρώπη να ακολουθεί με χαμηλότερη δραστηριότητα.
Στην Αφρική, και ειδικότερα στην Υποσαχάρια περιοχή, η έλλειψη υποδομών σε ενέργεια, συνδεσιμότητα και υπολογιστική ισχύ αποτελεί εμπόδιο στην αξιοποίηση των δυνατοτήτων της τεχνητής νοημοσύνης, παρά τη δυναμική της τεχνολογίας για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, της υγείας και της αγροτικής παραγωγής.
Η Ανατολική Ασία καταγράφεται ως μία από τις σημαντικότερες περιοχές παγκοσμίως σε επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης, με την Κίνα να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην έρευνα, τη ρομποτική και τα δεδομένα. Παρ’ όλα αυτά, η έκθεση επισημαίνει περιορισμένες επενδύσεις στην ασφάλεια της τεχνολογίας και υπογραμμίζει ανισότητες στην προσέλκυση ταλέντου και στην ετοιμότητα του ρυθμιστικού πλαισίου.
Η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με ανισότητες, περιορισμένη πρόοδο στον τομέα της εκπαίδευσης και ψηφιακές ανισομέρειες. Στις Αραβικές Χώρες, κυρίως στις χώρες του Κόλπου, παρατηρείται πρόοδος στην ψηφιακή ανάπτυξη και στη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, αν και η ανάκαμψη είναι βραδεία λόγω των επίμονων ψηφιακών και έμφυλων ανισοτήτων. Τονίζεται η συγκέντρωση επενδύσεων σε χώρες υψηλού εισοδήματος και η περιορισμένη προσβασιμότητα των τεχνολογικών ωφελειών σε ευρύτερο επίπεδο.