Η ελληνική οικονομία διατήρησε το 2024 ήπιο ρυθμό ανάπτυξης, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 2,3%, σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το 2025. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις συνέβαλαν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα, ενώ αρνητική επίδραση είχαν η δημόσια κατανάλωση και οι καθαρές εξαγωγές. Παρά τη σταθερή μεγέθυνση, σύμφωνα πάντα με τη συγκεκριμένη μελέτη, η Ελλάδα παραμένει το δεύτερο φτωχότερο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των εισοδημάτων και το κόστος διαβίωσης.
Στην περίοδο 2019-2023 το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε σημαντικά, ωστόσο η συμβολή των μισθών στην αύξηση των εισοδημάτων παρέμεινε περιορισμένη. Οι αυτοαπασχολούμενοι και τα νοικοκυριά με εισόδημα από πλούτο κατέγραψαν μεγαλύτερες αυξήσεις, ενώ οι μισθοί παρέμειναν στάσιμοι, με αποτέλεσμα η μέση πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών που βασίζονται σε μισθωτή εργασία να παραμένει αμετάβλητη.
Οι επενδύσεις στη χώρα κινήθηκαν ανοδικά το 2024, ξεπερνώντας τον μέσο ευρωπαϊκό ρυθμό, ωστόσο το πρώτο τρίμηνο του 2025 καταγράφηκε αρνητική μεταβολή. Οι τομείς της Πληροφορίας, της επικοινωνίας και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων παρουσίασαν ενίσχυση επενδύσεων, ενώ η Μεταποίηση διατήρησε περιορισμένη δυναμική, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των επενδύσεων κατευθύνθηκε στις Κατασκευές.
Η ελληνική επιχειρηματικότητα εμφανίζει αυξημένη εξάρτηση από επενδυτικές χορηγήσεις, με το 26% των επιχειρηματικών επενδύσεων να προέρχεται από τέτοιες πηγές, το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Η εξάρτηση από το Ταμείο Ανάκαμψης εγείρει ερωτήματα για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων μετά τη λήξη του προγράμματος.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών επιδεινώθηκε το 2024, με το έλλειμμα να διαμορφώνεται στο 6,4% του ΑΕΠ, γεγονός που αναδεικνύει το διαρθρωτικό παραγωγικό έλλειμμα της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων κατευθύνθηκε σε χρηματοοικονομικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες, καθώς και στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας.
Η αύξηση του χρέους επιχειρήσεων και νοικοκυριών χρηματοδότησε το πλεόνασμα του δημόσιου τομέα και το εξωτερικό έλλειμμα το 2024, γεγονός που απαιτεί προσεκτική διαχείριση για να διασφαλιστεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, η δημοσιονομική προσαρμογή συνεχίστηκε, οδηγώντας σε πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης 1,3% του ΑΕΠ και σε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ, το υψηλότερο της τελευταίας τριακονταετίας.
Η οικονομία κατέγραψε βελτίωση στους όρους εξωτερικού εμπορίου και ενίσχυση της εξωστρέφειας, κυρίως στη Μεταποίηση, ωστόσο δεν παρατηρήθηκε βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου, λόγω της αδυναμίας υποκατάστασης εισαγωγών σε προϊόντα μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας. Η εξάρτηση από εισαγωγές παραμένει ιδιαίτερα υψηλή σε αγροκτηνοτροφικά προϊόντα, ενώ η αυτάρκεια παρουσιάζει μείωση σε βασικές κατηγορίες τροφίμων.
Στον τομέα της απασχόλησης, το 2024 παρατηρήθηκε αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και μείωση της ανεργίας, αν και τα επίπεδα παραμένουν χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα συνεχίζει να καταγράφει χαμηλότερα ποσοστά απασχόλησης, ειδικά στους νέους και τους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι μισθοί παραμένουν σε επίπεδα που δεν διασφαλίζουν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης για μεγάλο μέρος των εργαζομένων.
Το διάστημα 2009-2024 ο μέσος ετήσιος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 32,8%, ενώ παρά την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2019-2024, το μέσο πραγματικό ωρομίσθιο υποχώρησε. Το μερίδιο των κερδών στο ΑΕΠ αυξήθηκε, αντίθετα με το μερίδιο των μισθών, με την αύξηση των τιμών να προέρχεται κυρίως από τα κέρδη και το κόστος εισαγωγών, και σε μικρότερο βαθμό από το μισθολογικό κόστος.
Η υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων αντικατοπτρίζεται σε αυξημένα ποσοστά υλικής και κοινωνικής στέρησης, καθώς και σε υψηλά επίπεδα υποκειμενικής φτώχειας, τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υποβάθμιση των συνθηκών απασχόλησης και οι θεσμικές αλλαγές στην αγορά εργασίας επηρεάζουν αρνητικά τη μακροπρόθεσμη ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων δεκαπέντε ετών, σε συνδυασμό με τις νέες προκλήσεις που επιφέρουν τα σύγχρονα megatrends, έχουν διαφοροποιήσει σημαντικά τη δυναμική των περιφερειών της χώρας, οδηγώντας σε μείωση του ενεργού πληθυσμού και σε μεγάλες ανισότητες ως προς το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης. Σημαντικό παραμένει το χάσμα στις αμοιβές και στους βασικούς δείκτες ποιότητας ζωής μεταξύ των περιφερειών, με τις περισσότερες να βρίσκονται κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η Έκθεση καταλήγει πως η στήριξη του εισοδήματος των εργαζομένων, η βελτίωση των συνθηκών απασχόλησης και η προοδευτική αναδιάρθρωση των θεσμών της αγοράς εργασίας αποτελούν κρίσιμες προϋποθέσεις για την ενίσχυση της σταθερότητας και της ευημερίας στην ελληνική οικονομία.