Μια επένδυση στην ανάπτυξη επιχειρήσεων «deep-tech» θα μπορούσε να επιτρέψει στο ευρωπαϊκό οικοσύστημα νεοφυών επιχειρήσεων να δημιουργήσει 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε επιχειρηματική αξία και έως ένα εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας έως το 2030. Αυτό αποτελεί το κεντρικό συμπέρασμα έκθεσης της McKinsey, η οποία υποστηρίζει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για «εθνική ευημερία» και αυξημένη τεχνολογική κυριαρχία σε κρίσιμους τομείς. Η πρόβλεψη αυτή βασίστηκε σε ανάλυση 13 ευρωπαϊκών χωρών και προέκυψε από την προβολή του σεναρίου όπου όλες αυτές οι χώρες υιοθετούσαν τις «βέλτιστες πρακτικές» που εντοπίστηκαν στις χώρες με τις υψηλότερες επιδόσεις.
Η έκθεση τοποθετεί αυτή την ευκαιρία στο ευρύτερο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας υστέρησης της Ευρώπης έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στη δημιουργία εταιρειών τεχνολογίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια περίοδος που συνέπεσε και με χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ. Ενώ η Ευρώπη ηγήθηκε των βιομηχανικών καινοτομιών τις δεκαετίες 1970-1980, η αύξηση του ΑΕΠ της άρχισε να αποκλίνει από αυτή των ΗΠΑ μετά την έλευση του Διαδικτύου. Η Ευρώπη απέτυχε να δημιουργήσει τις «big tech» εταιρείες λογισμικού και υπηρεσιών τη δεκαετία του 2000 και δεν κατάφερε να παραγάγει σημαντικό αριθμό παγκόσμιων ηγετών σε προηγούμενα τεχνολογικά κύματα, όπως το cloud, το software-as-a-service (SaaS) και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Ως αποτέλεσμα, η αύξηση του ΑΕΠ της περιοχής επιβραδύνθηκε από περίπου 5% τη δεκαετία του 1990 σε περίπου 1% μετά το 2010, την ώρα που οι ΗΠΑ διατηρούσαν μέσο όρο 5%.
Τα στοιχεία που παρατίθενται τεκμηριώνουν την αυξημένη αξία του deep tech. Οι ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις του τομέα φτάνουν την αξία του 1 δισεκατομμυρίου δολαρίων (κατάσταση «μονόκερου») κατά μέσο όρο σε 5 έτη και 7 μήνες, έναντι 7 ετών και 11 μηνών για τις «κανονικές» τεχνολογικές εταιρείες, δηλαδή 28 μήνες γρηγορότερα. Επιπλέον, οι ευρωπαϊκοί μονόκεροι deep tech διαθέτουν εννέα φορές περισσότερες πατέντες, ενώ δημιουργούν και υψηλότερη αξία για τους επενδυτές, με μέση απόδοση «money-over-money» 6.4x, δηλαδή 12% υψηλότερη από τα 5.7x των κανονικών μονόκερων. Η ανάλυση διαπίστωσε επίσης ότι το 100% των deep-tech start-ups χαρακτηρίζονται ως «value generating», έναντι μόλις 89% για τις regular tech.
Σε ό,τι αφορά τη δημιουργία απασχόλησης, ανάλυση στις ΗΠΑ διαπίστωσε ότι οι εταιρείες deep tech δημιουργούν 0,24 θέσεις εργασίας ανά 1 εκατομμύριο δολάρια αξίας επιχείρησης, αριθμός 87% υψηλότερος από τον τομέα software και AI (0,13 θέσεις). Η δυναμική στην Ευρώπη ήδη καταγράφεται, με τα κεφάλαια επιχειρηματικού κινδύνου (venture capital) που διατέθηκαν σε ευρωπαϊκά deep-tech εγχειρήματα να έχουν πενταπλασιαστεί μεταξύ 2015 και 2024. Μέχρι το τέλος του 2024, το ένα τρίτο του συνόλου των χρηματοδοτήσεων VC στην Ευρώπη κατευθύνθηκε στο deep tech, ενώ το μερίδιο της ηπείρου στους παγκόσμιους deep-tech μονόκερους διπλασιάστηκε από 4% το 2021 σε 8% το 2024. Ωστόσο, η έκθεση σημειώνει ότι μεγάλο μέρος του κεφαλαίου εξακολουθεί να προέρχεται από επενδυτές εκτός Ευρώπης, κυρίως από την Ασία και τις ΗΠΑ.
Η ανάλυση εντοπίζει τρεις χώρες που ξεχωρίζουν ως «βέλτιστες πρακτικές»: τη Γαλλία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Σουηδία έχει το υψηλότερο ποσοστό (65%) συνολικής χρηματοδότησης νεοφυών επιχειρήσεων που πηγαίνει στο deep tech. Αυτό τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τη διοχέτευση επενδύσεων συνταξιοδοτικών ταμείων σε venture capital, με ρυθμό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και από την πολύ υψηλότερη πρόσβαση σε δανεισμό, που έφτασε το 1,6% του ΑΕΠ της χώρας το 2024, έναντι μόλις 0,1% στις ΗΠΑ. Η Γαλλία, από την πλευρά της, πέτυχε να τονώσει την καινοτομία αυξάνοντας τη διαθεσιμότητα κεφαλαίων προχωρημένου σταδίου (late-stage capital), εν μέρει μέσω κυβερνητικών πρωτοβουλιών όπως το «La Mission French Tech». Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία αύξησε τους μονόκερούς της από 7 το 2015 σε 42 το 2024.
Το Ηνωμένο Βασίλειο, με τη χρηματοδότηση deep-tech προχωρημένου σταδίου να αντιστοιχεί στο 0,4% του ΑΕΠ του το 2024, κατατάσσεται δεύτερο στην Ευρώπη μετά τη Σουηδία (0,5%) και ελαφρώς πίσω από τις ΗΠΑ (0,8%). Αυτή η δέσμευση ωφελείται από ένα φιλικό φορολογικό περιβάλλον, όπως το «Enterprise Investment Scheme» του 1994, ενώ η χώρα κατατάσσεται κορυφαία στην Ευρώπη σε χρηματοδότηση για τεχνολογίες κλίματος (climate tech). Παρά την πρόοδο αυτή, η έκθεση τονίζει ότι ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Ευρώπη είναι πώς θα κρατήσει τις ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρείες από το να φύγουν. Πολλές ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις αισθάνονται την έλξη να μετεγκατασταθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες μόλις φτάσουν σε σημείο δυναμικής.
Οι τρεις κύριοι λόγοι γι’ αυτή τη μετακίνηση, σύμφωνα με την έκθεση, είναι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση (ειδικά σε κεφάλαια προχωρημένου σταδίου και υψηλού κινδύνου, risk capital), τα ρυθμιστικά κίνητρα (όπως φορολογικές πιστώσεις) και το υποστηρικτικό οικοσύστημα κλιμάκωσης (scale-up), που περιλαμβάνει τη μεγάλη πελατειακή βάση της Αμερικής και την πρόσβαση σε εταιρικούς εταίρους. Για να ξεκλειδωθεί το πλήρες δυναμικό και να αντιμετωπιστούν αυτά τα εμπόδια, η έκθεση προτείνει έναν οδικό χάρτη έξι σημείων που απαιτεί στενή συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων.
Ο οδικός χάρτης περιλαμβάνει: πρώτον, βελτιωμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση όλων των τύπων, από ιδιωτικά κεφάλαια και δημόσιες επιχορηγήσεις μέχρι μοντέλα όπως η χρήση συνταξιοδοτικών ταμείων και ο δανεισμός. Δεύτερον, πρόσβαση σε ρευστότητα, ώστε οι εταιρείες να παραμένουν στην Ευρώπη μέχρι το exit, μέσω σαφών κανόνων για τις δημόσιες κεφαλαιαγορές, ενεργών δευτερογενών αγορών και αύξησης των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων (M&A). Τρίτον, απαιτούνται ευνοϊκή ρύθμιση και πολιτικές, με σαφή και απλοποιημένα πλαίσια σε τομείς όπως η ενέργεια, η τεχνητή νοημοσύνη και η άμυνα.
Ο χάρτης συμπληρώνεται από την ανάγκη για αυξημένο ενδιαφέρον από την πλευρά των πελατών, με κυβερνήσεις και εταιρείες να δείχνουν προθυμία να αγοράζουν προϊόντα deep tech, ακόμη και μέσω συμφωνιών μελλοντικής πώλησης. Πέμπτον, απαιτείται αξιοποίηση της τοπικής τεχνογνωσίας και υποδομών, με τα πανεπιστήμια να δημιουργούν γραφεία μεταφοράς τεχνολογίας και να παρέχουν πρόσβαση σε εργαστήρια και υπερυπολογιστές. Τέλος, ο έκτος τομέας είναι η προσέλκυση και υποστήριξη ταλέντου, μέσω ανταγωνιστικών απολαβών που περιλαμβάνουν δικαιώματα προαίρεσης, απλοποιημένων διαδικασιών βίζας και νέων προγραμμάτων σπουδών στα πανεπιστήμια.
Η Ευρώπη δεσμεύει 1,4 δισ. για την deep tech καινοτομία
Άλλωστε, σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκρίνει το πρόγραμμα εργασίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Καινοτομίας για το 2026, κατανέμοντας 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ για την υποστήριξη των πιο υποσχόμενων Ευρωπαίων ερευνητών και επιχειρηματιών στον τομέα του deep tech. Το νέο πρόγραμμα εστιάζει στην απλοποίηση της πρόσβασης σε ουσιαστική χρηματοδότηση και επενδύσεις, καθώς και στη διευκόλυνση της πρόσβασης σε πελάτες και εταίρους. Παράλληλα, η Επιτροπή προετοιμάζει την έναρξη του «Scaleup Europe Fund», μιας πρωτοβουλίας που θα λειτουργεί βάσει της αγοράς και θα τελεί υπό ιδιωτική διαχείριση. Αυτό το ταμείο, που θα συγχρηματοδοτείται από το Ταμείο EIC, θα στοχεύσει στην κάλυψη του επενδυτικού κενού που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές deep tech εταιρείες σε φάση ταχείας ανάπτυξης (scale-ups), παρέχοντας κεφάλαιο ανάπτυξης τελικού σταδίου ώστε να επεκταθούν διεθνώς, διατηρώντας όμως την έδρα τους στην Ευρώπη.
Το νέο πρόγραμμα εισάγει σημαντικές βελτιώσεις, με επικεφαλής την πιλοτική έναρξη των «Προκλήσεων Προηγμένης Καινοτομίας», εμπνευσμένων από την προσέγγιση της αμερικανικής Υπηρεσίας Προηγμένων Ερευνητικών Προγραμμάτων (ARPA). Αυτές θα δοκιμάσουν μια τολμηρή, καθοδηγούμενη από προκλήσεις χρηματοδοτική προσέγγιση για έργα υψηλού ρίσκου και υψηλής ανταμοιβής, σε τομείς όπου η Ευρώπη υστερεί στη μετατροπή της έρευνας σε προϊόντα, ακολουθώντας μια προσέγγιση χρηματοδότησης σε στάδια. Ταυτόχρονα, απλοποιείται και επιταχύνεται ο «EIC Accelerator», το εμβληματικό πρόγραμμα της ΕΕ, καθώς από το 2026 οι πλήρεις προτάσεις μειώνονται από 50 σε 20 σελίδες, οι αξιολογήσεις θα γίνονται ανά δίμηνο αντί για κάθε εξάμηνο, και θα περιλαμβάνεται βαθύτερη τεχνολογική αξιολόγηση.
Το πρόγραμμα εργασίας του 2026 ευθυγραμμίζεται με τη Στρατηγική για τις Νεοφυείς και τις Αναπτυσσόμενες Επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας το European Corporate Network και ενισχύοντας υπηρεσίες για διεθνή πρόσβαση, ενώ εισάγει κι έναν «Δείκτη Φύλου» για την παρακολούθηση της συμμετοχής των γυναικών. Εισάγονται επίσης στοχευμένες προκλήσεις σε τομείς όπως οι κρίσιμες πρώτες ύλες, η πυρηνική σύντηξη, η τεχνητή νοημοσύνη και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, λόγω της υψηλής ζήτησης που καταγράφηκε το 2025, θα συνεχιστεί και το 2026 η πρόσκληση της Πλατφόρμας Στρατηγικών Τεχνολογιών για την Ευρώπη (STEP), η οποία παρέχει μεγαλύτερες επενδύσεις, έως 30 εκατομμύρια ευρώ.
Η χρηματοδότηση του 2026, ύψους 1,4 δισ. ευρώ, κατανέμεται σε πέντε βασικά προγράμματα. Ο «EIC Pathfinder» λαμβάνει 262 εκατομμύρια ευρώ για ερευνητικές ομάδες (επιχορηγήσεις έως 4 εκατ. ευρώ). Το «EIC Transition» λαμβάνει 100 εκατομμύρια ευρώ για τη μετατροπή ερευνητικών αποτελεσμάτων σε καινοτομία (έως 2,5 εκατ. ευρώ). Ο «EIC Accelerator» λαμβάνει 634 εκατομμύρια ευρώ (επιχορηγήσεις κάτω των 2,5 εκατ. ευρώ και επενδύσεις 0,5 έως 10 εκατ. ευρώ). Το «EIC Strategic Technologies for Europe Platform (STEP) Scale Up» διαθέτει 300 εκατομμύρια ευρώ (επενδύσεις 10 έως 30 εκατ. ευρώ για γύρους άνω των 50 εκατ. ευρώ). Τέλος, οι «Advanced Innovation Challenges» χρηματοδοτούνται πιλοτικά με 6 εκατομμύρια ευρώ.



