«Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αυτήν την ώρα καλύτερη συμφωνία, ούτε για την ίδια την Τράπεζα Αττικής, ούτε για την οικονομία. Με βάση την πορεία της τράπεζας την τελευταία 12ετία, τα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει, το γεγονός ότι η εποπτική αρχή επισημαίνει πως αν δεν γίνει η συμφωνία θα έχουμε μια σειρά από προβλήματα και με βάση επίσης το γεγονός ότι είχαμε μια συμφωνία την οποία διαπραγματευτήκαμε επί μήνες χωρίς να εμφανισθεί κάποιος άλλος επενδυτής, για όλους αυτούς τους λόγους πιστεύω ότι η συμφωνία αυτή πρέπει να στηριχθεί».
Την επισήμανση αυτή έκανε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κατά την ομιλία του σήμερα στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής στο πλαίσιο της συζήτησης για την «Κύρωση της από 18.7.2024 Σύμβασης Συγχώνευσης και Επένδυσης μεταξύ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «THRIVEST HOLDING LTD».
Ο κ. Χατζηδάκης, αφού αναφέρθηκε στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος αλλά και στα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ με το κλείσιμο των τραπεζών το 2015 και τις πρακτικές που ακολούθησε στην τράπεζα Αττικής για τις οποίες υπήρξε παρέμβαση εισαγγελέα, σημείωσε: «Όποιος θέλει μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του. Μπορούμε αν θέλετε να συνεχίσουμε τη συζήτηση με περισσότερα στοιχεία στην Ολομέλεια. Η Τράπεζα Αττικής αποτελεί μια πολύ μεγάλη εκκρεμότητα για το τραπεζικό σύστημα εδώ και 12 χρόνια τουλάχιστον. Τώρα η εκκρεμότητα αυτή αντιμετωπίζεται».
Και συνέχισε: «Εγώ όφειλα να απαντήσω σε δύο ερωτήματα: Πρώτον, τι θα συνέβαινε αν, υιοθετώντας τις απόψεις ορισμένων κομμάτων της αντιπολίτευσης, απέρριπτα αυτή τη συμφωνία που έγινε μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις. Και δεύτερον, αν αυτή η συμφωνία είναι επωφελής ή υπήρχε κάποιος άλλος επενδυτής που θα έβαζε περισσότερα χρήματα».
Για το πρώτο ερώτημα, ο υπουργός ανέγνωσε στην Επιτροπή εκτενή αποσπάσματα από την σχετική επιστολή του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιάννη Στουρνάρα προς τον ίδιο. Στην επιστολή επισημαίνεται η ευάλωτη οικονομική κατάσταση των δύο τραπεζών, Αττικής και Παγκρήτιας καθώς και ότι η μη επίτευξη συμφωνίας θα οδηγούσε νομοτελειακά στην κατάρρευσή τους αφού δεν θα είχαν πρόσβαση σε δανεισμό από την ΕΚΤ, ενώ δεν διαθέτουν επαρκή ρευστά διαθέσιμα για την κάλυψη ακραίων εκροών καταθέσεων. Κατάρρευση η οποία θα οδηγούσε σε νέο κύμα κόκκινων δανείων, δευτερογενείς επιπτώσεις στις σημαντικές τράπεζες, διαγραφή της αξίας της συμμετοχής του ΤΧΣ στην τράπεζα Αττικής, κλονισμό της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών και πιθανό «bankrun» (μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων), αλλά και κυρίως σε απώλεια αποταμιεύσεων πάνω από 1,6 δισ. ευρώ αφού οι μη καλυμμένες καταθέσεις (909 εκατ. για την Attica Bank και 726 εκατ. για την Παγκρήτια) θα χάνονταν.
«Αυτό μου λέτε να υπογράψω», διερωτήθηκε ο κ. Χατζηδάκης. «Την απώλεια 1,6 δισ. ευρώ καταθέσεων; Εσείς θα το κάνατε στη θέση μου; Σκεφτείτε το και πείτε τι θα κάνατε όσοι ξιφουλκείτε εναντίον της συμφωνίας».
Ως προς το δεύτερο ερώτημα, αν υπήρχε άλλος επενδυτής που θα έδινε περισσότερα ο κ. Χατζηδάκης είπε: «Δεν υπήρχε. Όχι γιατί το λέω εγώ. Αλλά γιατί ζήτησα από το ΤΧΣ να κάνει έρευνα αγοράς με μια από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες στον κόσμο, την JPMorgan. Η οποία έκανε τον έλεγχο και παρέδωσε έκθεση που αναφέρει ότι δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον. Άρα δεν υπήρχε άλλη καλύτερη επιλογή».
Σε σχέση δε με τα οφέλη από την υλοποίηση της συμφωνίας τόνισε την εξουδετέρωση της απειλής για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, την ενίσχυση του ανταγωνισμού προς όφελος καταθετών και δανειοληπτών με τη δημιουργία πέμπτου τραπεζικού πυλώνα, τη δημιουργία μιας νέας τράπεζας με ισχυρή κεφαλαιακή βάση, με μη εξυπηρετούμενα δάνεια που περιορίζονται σε επίπεδο αντίστοιχο με το μέσο όρο της ευρωζώνης, την προστασία της συμμετοχής του ΤΧΣ στην Τράπεζα Αττικής, που θα είχε μηδενική αξία σε περίπτωση μη επίτευξης της συμφωνίας.
Ο υπουργός παρουσίασε εξάλλου τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η κυβέρνηση στον τραπεζικό τομέα οι οποίες όπως υπογράμμισε, αποσκοπούν σε υγιείς τράπεζες και δίκαιο ανταγωνισμό, προς όφελος των καταναλωτών επισημαίνοντας ότι:
- Επετράπη σε μη τραπεζικά ιδρύματα η χορήγηση στεγαστικών και κάποιων μορφών επιχειρηματικών δανείων.
- Έγιναν αφορολόγητα τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου που προσφέρουν αποδόσεις 3,5-4 % στους αποταμιευτές.
- Θεσπίστηκαν νέες υποχρεώσεις διαφάνειας για τους servicers.«Είμαστε αποφασισμένοι, τόνισε σχετικά, το νόμο αυτό να τον εφαρμόσουμε μέχρι το τελευταίο κόμμα. Δεν πρόκειται να κάνουμε καμία απολύτως εξαίρεση».
- Υιοθετήθηκαν νέες θετικές ρυθμίσεις για τον εξωδικαστικό μηχανισμό με επιπλέον «κούρεμα» του χρέους έως 28% και ειδική πρόνοια για τους ευάλωτους δανειολήπτες στους οποίους προστέθηκαν από χθες και οι ανάπηροι, με αποτέλεσμα σχεδόν να διπλασιαστούν οι αιτήσεις από 14.000 στο πρώτο τετράμηνο του 2023 σε 25.000 το 2024.
- Μειώθηκαν με νομοθετική ρύθμιση κατά 50% οι προμήθειες στις μικρές συναλλαγές κάτω από 10 ευρώ.
- Είναι σε εφαρμογή και επεκτείνεται ως το Μάρτιο του 2025 υποχρεωτικά για όλους ανεξαιρέτως το σύστημα IRISπου παρέχει μηδενικές προμήθειες για συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και σημαντικά χαμηλότερες σε σχέση με τα POSγια συναλλαγές ιδιωτών με επιχειρήσεις.
- Μία τράπεζα ήδη παρουσίασε νέο σύστημα προμηθειών πολύ πιο φιλικό για τους καταναλωτές. «Είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες συστημικές τράπεζες», υπογράμμισε ο κ. Χατζηδάκης.
- Η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα εφαρμόζει πακέτο ενισχύσεων της τάξης των 2 δισ. ευρώ για εγγυοδοσία και κεφάλαιο κίνησης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το 40% του δανείου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι άτοκο.
- Προχώρησε γρήγορα και αποτελεσματικά η αποεπένδυση του ΤΧΣ από τις τράπεζες με κέρδος για το Δημόσιο ύψους 4 δισ. ευρώ μέχρι στιγμής.
«Φέρτε μου ένα δημοσίευμα διεθνούς μέσου που να αναφέρεται με αρνητικό τρόπο στο συγκεκριμένο θέμα. Όσα λέγονται θα παρακαλούσα να ελέγχονται, διαφορετικά ισχύει η παροιμία «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα». Δηλαδή έχει βγει το συμπέρασμα, έχει αποφασιστεί η δολοφονία χαρακτήρα και δεν ενδιαφέρουν τα στοιχεία. Οι Έλληνες πολίτες μας γνωρίζουν όλους και μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα», κατέληξε ο υπουργός.