Σε θετικά επίπεδα κινήθηκε ο Δείκτης Εξαγωγικών Προσδοκιών ECI ΣΕΒΕ-DHL με το κλίμα να παραμένει σταθερό με μια ανεπαίσθητη μείωση από τις 126 μονάδες το α’ εξάμηνο του 2023, στις 123,3 μονάδες φέτος. Ο Δείκτης ECI ΣΕΒΕ-DHL αναπτύχθηκε στις ακόλουθες τέσσερις ενότητες: εξαγωγές, εγχώριες πωλήσεις, διεθνείς και εγχώριες οικονομικές συνθήκες, ενώ το θέμα επικαιρότητας εστίασε στον αντίκτυπο της κρίσης στη Μ. Ανατολή.
Η κατάρτιση του δείκτη πραγματοποιήθηκε από το ΙΕΕΣ του ΣΕΒΕ-Συνδέσμου Εξαγωγέων σε συνεργασία με την εταιρία DHL, μέλος του ΣΕΒΕ.
Πιο συγκεκριμένα, ο Δείκτης ECI SEVE-DHL για το 1ο εξάμηνο του 2024 διαμορφώθηκε σε 123,3 μονάδες (όπου ECI>100 = αισιοδοξία και ECI<100 = απαισιοδοξία) έναντι 126,0 μονάδων του 1ου εξαμήνου του 2023 και 105,1 μονάδων του 2ου εξαμήνου του 2022. Η μείωση συγκριτικά με το προηγούμενο εξάμηνο διαμορφώθηκε σε 2,7 μονάδες. Η υλοποίηση της έρευνας έγινε από το Ινστιτούτο Εξαγωγικών Ερευνών & Σπουδών (ΙΕΕΣ) του ΣΕΒΕ, με Επιστημονικό Σύμβουλο τον Καθηγητή Ιωάννη Χατζηδημητρίου, Διευθυντή του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στις Διεθνείς Επιχειρηματικές Δραστηριότητες του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Αναλυτικά:
Σε 53% διαμορφώθηκε το ποσοστό των θετικών εκτιμήσεων σχετικά με την πορεία των εξαγωγών, ενώ αντίστοιχα τα αποτελέσματα που αφορούσαν στη σταθερότητα και τη μείωση συγκέντρωσαν το 37% και το 10% του δείγματος.
Προβληματισμό έχουν προκαλέσει οι διεθνείς οικονομικές συνθήκες, γεγονός που αποτυπώνεται και στις προσδοκίες σε σύγκριση με το προηγούμενο εξάμηνο στον τομέα αυτό με μόλις το 13% να αναμένει βελτίωση, το 42% σταθερότητα και το 45% επιδείνωση.
Παράλληλα όμως, βελτίωση σημειώνεται όσον αφορά στις εγχώριες πωλήσεις με το 61% των επιχειρήσεων να αναμένουν αύξησή τους στο α’ εξάμηνο του 2024, ενώ το ποσοστό σταθερότητας διαμορφώνεται σε 30% και μόλις το 9% αναμένει μείωση.
Στον τομέα των εγχώριων οικονομικών συνθηκών, το μεγαλύτερο μερίδιο -και συγκεκριμένα το 46%- επέλεξε ως απάντηση τη σταθερότητα, το 28% επέλεξε ως απάντηση τη βελτίωση και το 25% ως απάντηση την επιδείνωση.
Θέμα Επικαιρότητας: Η κρίση στη Μέση Ανατολή. Στον αντίκτυπο που θα έχει η κρίση στη Μ. Ανατολή στις εξαγωγές και τις εισαγωγές των επιχειρήσεών μας, σε τι βαθμό αλλά και με ποιες από τις χώρες-κράτη της περιοχής (Ισραήλ, Παλαιστίνη, Ιορδανία, Λίβανος, Συρία, καμία) έχουν εμπορική δραστηριότητα επικεντρώθηκε το θέμα επικαιρότητας. Περίπου οι μισές επιχειρήσεις και πιο συγκεκριμένα το 54% των επιχειρήσεων ανέφερε πως δεν έχει εμπορική δραστηριότητα με καμία από τις παραπάνω χώρες, ενώ για τις υπόλοιπες 46% που έχουν εμπορική δραστηριότητα και σε ό,τι αφορά στις εξαγωγές, πάνω από τις μισές επιχειρήσεις και πιο συγκεκριμένα το 58% εξ αυτών, εκτιμά πως δεν θα επηρεαστούν οι εξαγωγές τους λόγω της κρίσης, το 3% εκτιμά πως θα επηρεαστούν θετικά, ενώ το 39% εκτιμά πως θα τις επηρεάσει αρνητικά, με το 29% εξ αυτών να αναμένει μικρή μείωση από 0% μέχρι 10%. Ακολούθως, στον τομέα των εισαγωγών το 86% εκτιμά πως δεν θα επηρεαστούν οι εισαγωγές τους από την κρίση, ενώ το υπόλοιπο 14% εκτιμά πως θα τις επηρεάσει αρνητικά, με το 26% εξ αυτών να αναμένει μικρή μείωση από 0% μέχρι 10%, ενώ άλλο ένα 26% να αναμένει μεγάλη αύξηση της τάξης του 76 – 100%. Τέλος, το 30% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα δήλωσε πως έχουν εμπορική δραστηριότητα με το Ισραήλ, ενώ το 54% εξ αυτών με καμία από τις παραπάνω, γεγονός που εξηγεί και τα πολύ μεγάλα ποσοστά των επιχειρήσεων που πιστεύουν ότι η κρίση στη Μ. Ανατολή δεν θα τους επηρεάσει αισθητά.
Η τιμή του –αναπροσαρμοσμένου εδώ και ένα χρόνο- δείκτη προήλθε από τη σταθερή, από το περασμένο έτος, γενική αισιοδοξία που παρουσίασαν οι Έλληνες εξαγωγείς. Σε ένα γενικό κλίμα σύγκρισης με τα αποτελέσματα του περασμένου έτους, βελτίωση παρατηρήθηκε στις προσδοκίες για τις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, τις εγχώριες πωλήσεις, ενώ έχουμε σταθερότητα των προσδοκιών για την πορεία των εξαγωγών και εμφάνιση εντονότερης ανησυχίας για τις διεθνείς οικονομικές συνθήκες.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 18/12/23–19/02/24 σε επιλεγμένο δείγμα 250 εξαγωγικών επιχειρήσεων από όλη τη χώρα (οι 220 ανταποκρίθηκαν). Η επιλογή των επιχειρήσεων έγινε μέσω διαστρωματικής δειγματοληψίας, στα πρότυπα αντίστοιχων ερευνών που πραγματοποιούνται από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς. Για τη συλλογή των στοιχείων των επιχειρήσεων αξιοποιήθηκε η βάση δεδομένων της ICAP. Με αρχικό κριτήριο τις επιχειρήσεις με ετήσιο τζίρο πάνω από €1.000.000, το δείγμα περιλαμβάνει επιχειρήσεις από πρωτογενή παραγωγή, βιομηχανία και εμπόριο.