Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να κινείται σε θετική τροχιά, παρά τις προκλήσεις που δημιουργεί το αβέβαιο διεθνές περιβάλλον και η επιμονή των πληθωριστικών πιέσεων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΙΟΒΕ για το δεύτερο τρίμηνο του 2025, η ανάπτυξη διατηρείται αλλά με ελαφρώς βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ο ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 2,2% για το πρώτο τρίμηνο του έτους, με βασικό πυλώνα την ανθεκτική ιδιωτική κατανάλωση και τη σταδιακή αύξηση της δημόσιας δαπάνης. Την ίδια στιγμή, η υποχώρηση των πάγιων επενδύσεων κατά 3,2% αντισταθμίστηκε από την αύξηση των αποθεμάτων, ενώ το εξωτερικό ισοζύγιο παρέμεινε ευάλωτο λόγω της ταυτόχρονης αύξησης των εξαγωγών και των εισαγωγών.
Στο ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο, η παγκόσμια οικονομία κινήθηκε με ηπιότερο ρυθμό το πρώτο τρίμηνο του 2025, με τον πληθωρισμό να αποκλιμακώνεται αλλά να παραμένει πάνω από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών σε αρκετές χώρες. Οι νομισματικές αρχές διατηρούν επιφυλακτική στάση ως προς τα επιτόκια, που βρίσκονται σε πτωτική πορεία, ενώ η αμερικανική εμπορική πολιτική προκαλεί αβεβαιότητα σχετικά με το ύψος των δασμών και την εξέλιξη των εφοδιαστικών αλυσίδων. Η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε με ρυθμό 1,5% το πρώτο τρίμηνο, κυρίως λόγω της αύξησης των εξαγωγών, με τις προβλέψεις για το σύνολο του έτους να παραμένουν συγκρατημένες.
Ένα από τα στοιχεία που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία είναι η επίδραση των γεωπολιτικών εντάσεων και των αυξημένων αμυντικών δαπανών, οι οποίες, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, καθιστούν πιο δύσκολη τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Το σκηνικό αυτό διαμορφώνει ένα ρευστό περιβάλλον όπου οι διεθνείς εξελίξεις επηρεάζουν άμεσα τη σταθερότητα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας.
Η αγορά εργασίας στην Ελλάδα παρουσίασε περαιτέρω βελτίωση, καθώς το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,4% το πρώτο τρίμηνο του 2025, με αύξηση της απασχόλησης κυρίως στους τομείς του εμπορίου, των επαγγελματικών δραστηριοτήτων και της εκπαίδευσης. Παράλληλα, το μισθολογικό κόστος σημείωσε περαιτέρω αύξηση, υποστηρίζοντας τη διατήρηση της εγχώριας ζήτησης. Οι προβλέψεις για την αγορά εργασίας τοποθετούν το ποσοστό ανεργίας στο 9,3% για το 2025 και στο 9% για το 2026, με τη μείωση να αναμένεται πιο σταδιακή στο εξής, καθώς ένα σημαντικό τμήμα της ανεργίας είναι πλέον διαρθρωτικό και απαιτεί εξειδικευμένες πολιτικές επανειδίκευσης.
Στον τομέα των τιμών, ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, κυρίως λόγω της έντονης καταναλωτικής ζήτησης. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 2,8% για το 2025, με έμφαση στις αυξήσεις σε υπηρεσίες στέγασης, διαμονής και εστίασης. Η δημοσιονομική εικόνα παραμένει βελτιωμένη, καθώς το πρώτο πεντάμηνο του έτους το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε σε 0,8% του ΑΕΠ και το πρωτογενές πλεόνασμα σε 2,2%, ενώ το δημόσιο χρέος υποχώρησε στο 153,6% του ΑΕΠ για το 2024.
Η τραπεζική χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις ενισχύθηκε σημαντικά, με τις ετήσιες ροές δανείων να καταγράφουν τα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαέξι ετών, γεγονός που συνδέεται με την αυξημένη ζήτηση για επενδυτικά και λειτουργικά κεφάλαια. Παράλληλα, η πιστωτική συρρίκνωση προς τα νοικοκυριά περιορίστηκε, ενώ το κόστος δανεισμού για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα βαίνει μειούμενο. Οι προκλήσεις ωστόσο παραμένουν, κυρίως ως προς το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη μεγάλη έκθεση των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα, ενώ σημειώνεται και η ανάγκη να επιταχυνθεί η απορρόφηση των δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης, ώστε να μην παραμείνει η κεφαλαιακή ροή οπισθοβαρής.
Το επενδυτικό κενό της ελληνικής οικονομίας, αν και μειώνεται, παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο εκτός του τομέα των κατασκευών. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κενό υπήρχε ήδη πριν από την ένταξη στο ευρώ, ενώ η ταχύτερη σύγκλιση κρίνεται απαραίτητη ειδικά στους κλάδους της βιομηχανίας και των υπηρεσιών. Επιπλέον, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ποιοτική μετατόπιση στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς το μερίδιό τους στη χρηματοδότηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, από 5% στις αρχές της δεκαετίας του 2000 σε 32% την τριετία 2022-2024. Παράλληλα, αυξήθηκε και το ποσοστό επενδύσεων στη μεταποίηση, στοιχείο που ενισχύει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας.
Το οικονομικό κλίμα παρουσίασε μικρή εξασθένιση το δεύτερο τρίμηνο του 2025, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη να παραμένει χαμηλή και τις επιδόσεις της βιομηχανίας και του τουρισμού να ισορροπούν τις απώλειες σε άλλους τομείς, όπως οι κατασκευές. Παράλληλα, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί υψηλές υποχρεώσεις προς το εξωτερικό, παρά την αύξηση της σταθερότητας στη χρηματοδότηση του ισοζυγίου.
Η συνολική εικόνα που διαμορφώνεται είναι ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται, με βελτιωμένα δημοσιονομικά μεγέθη, ενίσχυση της απασχόλησης και σημαντική χρηματοδοτική ροή προς τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι διαρθρωτικές προκλήσεις και η διεθνής αστάθεια παραμένουν παράγοντες που απαιτούν προσεκτική διαχείριση, ενώ η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων και η ενίσχυση των επενδύσεων σε υποδομές κρίνονται απαραίτητες για τη διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής τα επόμενα χρόνια.



