Σε θετικό έδαφος παραμένουν οι προθέσεις προσλήψεων των Ελλήνων εργοδοτών για το τέταρτο τρίμηνο του 2025, με τον καθαρό δείκτη προοπτικών απασχόλησης να διαμορφώνεται στο +16%, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τριμηνιαίας έρευνας της ManpowerGroup. Η τιμή αυτή αντικατοπτρίζει μια βελτίωση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, ωστόσο καταγράφει μια ήπια μείωση κατά 2 μονάδες σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Παρά τη θετική τριμηνιαία δυναμική, η Ελλάδα κατατάσσεται στο χαμηλότερο μισό των χωρών, 7 μονάδες κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Η ανάλυση των επιμέρους κλάδων της οικονομίας αποκαλύπτει ότι οκτώ από τους εννέα τομείς προβλέπουν αύξηση του ανθρώπινου δυναμικού τους. Ο κλάδος των Μεταφορών και της Εφοδιαστικής Αλυσίδας αναδεικνύεται ως ο πλέον δυναμικός, με δείκτη προοπτικών +39%. Ακολουθεί ο τομέας της Πληροφορικής με +30%, ο οποίος σημειώνει και τη μεγαλύτερη άνοδο από το προηγούμενο τρίμηνο, κατά 25 μονάδες. Την πρώτη τριάδα συμπληρώνει ο κλάδος της Βιομηχανίας και των Κατασκευών με προοπτικές +23%. Στον αντίποδα, ο κλάδος των Υπηρεσιών Επικοινωνίας καταγράφει τη μεγαλύτερη τριμηνιαία πτώση (-16 μονάδες) και διαμορφώνει τις προοπτικές του στο +8%.
Σε γεωγραφικό επίπεδο, οι εργοδότες και στις τρεις περιφέρειες που εξετάστηκαν αναμένουν αύξηση της απασχόλησης. Μεταξύ αυτών, η Ευρύτερη Περιφέρεια Αττικής εμφανίζεται ως η ισχυρότερη αγορά εργασίας της χώρας, με τις προοπτικές προσλήψεων να φτάνουν το +20%, σημειώνοντας παράλληλα τη μεγαλύτερη βελτίωση σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του έτους. Εξετάζοντας τις προθέσεις ανά μέγεθος επιχείρησης, οι μεσαίοι οργανισμοί που απασχολούν από 50 έως 249 εργαζομένους είναι οι πιο αισιόδοξοι, με δείκτη +25%, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις, με λιγότερους από 10 εργαζόμενους, παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη τριμηνιαία αύξηση προσδοκιών κατά 11 μονάδες.
Οι παράγοντες που ωθούν τις επιχειρήσεις σε αποφάσεις στελέχωσης παρέχουν μια σαφέστερη εικόνα των συνθηκών. Για όσους σχεδιάζουν προσλήψεις, η ανάπτυξη της επιχείρησης αποτελεί τον κυρίαρχο λόγο σε ποσοστό 36% και ακολουθεί η ανάγκη για κάλυψη νέων ρόλων λόγω νέων εγχειρημάτων με 29%. Παράλληλα, το 28% δηλώνει ότι υπάρχει ανάγκη για νεότερες δεξιότητες ώστε να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα και το 22% αποδίδει την πρόθεση αύξησης στις τεχνολογικές εξελίξεις που απαιτούν περισσότερη τεχνογνωσία. Αντιθέτως, οι εργοδότες που προσανατολίζονται σε μείωση προσωπικού αποδίδουν την απόφασή τους πρωτίστως στις οικονομικές προκλήσεις (30%) και στις μετατοπίσεις της αγοράς (29%).
Σχολιάζοντας τα ευρήματα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας, Χαράλαμπος Καζαντζίδης, σημείωσε πως η παγκόσμια αγορά εργασίας παρουσιάζει σημάδια επιβράδυνσης, με την Ευρώπη να διατηρεί μια στάση επιφυλακτικότητας. Επεσήμανε πως πάνω από 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Ε.Ε. εξαρτώνται άμεσα από τις εξαγωγές προς τις ΗΠΑ, καθιστώντας κλάδους όπως η Βιομηχανία και η Μεταποίηση ιδιαίτερα ευάλωτους. Τόνισε ότι η βελτίωση που καταγράφεται στην Ελλάδα αντανακλά την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων, θέτοντας ως κεντρική πρόκληση τη μετατροπή της παρούσας συγκυρίας σε μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα.
Η παγκόσμια έρευνα, στην οποία συμμετείχαν 40.533 εργοδότες σε 42 χώρες, κατέδειξε μια οριακή κάμψη του παγκόσμιου δείκτη κατά μία μονάδα τριμηνιαίως και κατά δύο μονάδες σε ετήσια βάση. Τις ισχυρότερες προοπτικές αναφέρουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (+45%), η Ινδία (+40%) και η Βραζιλία (+36%), ενώ τις ασθενέστερες η Αργεντινή (+5%), το Χονγκ Κονγκ (+6%) και η Ουγγαρία (+8%). Σε επίπεδο κλάδων, οι ισχυρότερες προθέσεις προσλήψεων παγκοσμίως καταγράφονται στην Πληροφορική (+36%), τα Χρηματοοικονομικά & Real Estate (+29%) και τις Μεταφορές & Εφοδιαστική Αλυσίδα (+24%), με τις Υπηρεσίες Επικοινωνίας (+19%) να σημειώνουν τις πιο αδύναμες προοπτικές. Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο κυριότερος λόγος για την αύξηση του προσωπικού είναι η επέκταση της εταιρείας, με ποσοστό 39%.



