Το Ευρωσύστημα προχωρά στην επόμενη φάση του έργου για το ψηφιακό ευρώ, όπως ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ έλαβε την απόφαση να προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της φάσης προετοιμασίας που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2023 και έθεσε τις βάσεις για την έκδοση του ψηφιακού νομίσματος.
Η νέα φάση επικεντρώνεται στη διασφάλιση της τεχνικής ετοιμότητας για την πρώτη έκδοση. Σύμφωνα με τον τρέχοντα σχεδιασμό, εάν η απαραίτητη νομοθεσία τεθεί σε ισχύ εντός του 2026, μια πιλοτική άσκηση θα μπορούσε να ξεκινήσει το 2027, με το Ευρωσύστημα να προετοιμάζεται για μια πιθανή πρώτη έκδοση του ψηφιακού ευρώ κατά τη διάρκεια του 2029.
Αυτή η απόφαση ευθυγραμμίζεται με το αίτημα των ευρωπαίων ηγετών, όπως διατυπώθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωζώνης τον Οκτώβριο του 2025, για επιτάχυνση της προόδου. Στόχος του ψηφιακού ευρώ είναι η διαφύλαξη της ελευθερίας επιλογής και της ιδιωτικότητας των Ευρωπαίων, η προστασία της νομισματικής κυριαρχίας και της οικονομικής ασφάλειας της Ευρώπης, καθώς και η προώθηση της καινοτομίας στις πληρωμές.
Το Ευρωσύστημα θα υλοποιήσει τις προετοιμασίες «με ευελιξία», αναγνωρίζοντας ότι η νομοθετική διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά ανταποκρινόμενο στις εκκλήσεις των ηγετών της ζώνης του ευρώ για ετοιμότητα το συντομότερο δυνατό. Η τελική απόφαση της ΕΚΤ για την έκδοση και την ακριβή ημερομηνία θα ληφθεί μόνο μετά την υιοθέτηση της σχετικής νομοθεσίας.
Η Πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε: «το ευρώ, το κοινό μας νόμισμα, είναι ένα αξιόπιστο σημάδι της ευρωπαϊκής ενότητας. Εργαζόμαστε για να προσαρμόσουμε την πιο απτή μορφή του –τα μετρητά σε ευρώ– στο μέλλον, ανασχεδιάζοντας και εκσυγχρονίζοντας τα τραπεζογραμμάτιά μας και προετοιμαζόμενοι για την έκδοση ψηφιακών μετρητών».
Η ανάγκη για ένα δημόσιο ψηφιακό μέσο πληρωμών, συμπληρωματικό των μετρητών, καθίσταται επιτακτική καθώς οι συνήθειες πληρωμών εξελίσσονται και οι πληρωμές με μετρητά μειώνονται έναντι των ψηφιακών συναλλαγών. Το ψηφιακό ευρώ θα μεταφέρει τα οφέλη των μετρητών, όπως η απλότητα, η ιδιωτικότητα και η αξιοπιστία, στις ψηφιακές πληρωμές, ενώ η ΕΚΤ υποστηρίζει παράλληλα την πρόταση της Επιτροπής για την ενίσχυση του δικαιώματος πληρωμής με μετρητά.
Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωσύστημα θα επικεντρωθεί σε τρεις βασικούς τομείς: πρώτον, στην τεχνική ετοιμότητα, αναπτύσσοντας τα τεχνικά θεμέλια και πραγματοποιώντας πιλοτικές δοκιμές· δεύτερον, στη δέσμευση της αγοράς, συνεργαζόμενο με παρόχους, εμπόρους και καταναλωτές για την οριστικοποίηση του εγχειριδίου κανόνων (rulebook)· και τρίτον, στην υποστήριξη της νομοθετικής διαδικασίας, παρέχοντας τεχνική συμβολή στους συννομοθέτες της ΕΕ.
Ο Πιέρο Τσιπολόνε, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας Υψηλού Επιπέδου για το ψηφιακό ευρώ, τόνισε: «Δεν είναι απλώς ένα τεχνικό έργο, αλλά μια συλλογική προσπάθεια για τη διασφάλιση του μέλλοντος του νομισματικού συστήματος της Ευρώπης. Ένα ψηφιακό ευρώ θα διασφαλίσει ότι οι άνθρωποι θα απολαμβάνουν τα οφέλη των μετρητών και στην ψηφιακή εποχή».
Ο Τσιπολόνε πρόσθεσε ότι το ψηφιακό ευρώ θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τοπίου πληρωμών, θα μειώσει το κόστος για τους εμπόρους και θα δημιουργήσει μια πλατφόρμα για να καινοτομούν, να επεκτείνονται και να ανταγωνίζονται οι ιδιωτικές εταιρείες. Η διαφάνεια και η στενή συνεργασία με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα παραμείνουν θεμελιώδους σημασίας για το έργο.
Το τελικό κόστος του έργου θα εξαρτηθεί από τον τελικό σχεδιασμό του. Ωστόσο, βάσει των εργασιών της φάσης προετοιμασίας, το συνολικό κόστος ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένων εξωτερικά και εσωτερικά αναπτυγμένων συνιστωσών, εκτιμάται σε περίπου 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι την πρώτη έκδοση, που αναμένεται εντός του 2029.
Το μετέπειτα ετήσιο λειτουργικό κόστος προβλέπεται να ανέρχεται σε περίπου 320 εκατομμύρια ευρώ ετησίως από το 2029. Το Ευρωσύστημα θα αναλάβει αυτά τα έξοδα, θεωρώντας το ψηφιακό ευρώ δημόσιο αγαθό, όπως ακριβώς συμβαίνει με την παραγωγή και έκδοση των τραπεζογραμματίων. Αναμένεται ότι το κόστος αυτό θα αντισταθμιστεί από το παραγόμενο νομισματικό εισόδημα.
Η ολοκλήρωση της φάσης προετοιμασίας σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη διερευνητική φάση (2020-2023) στην τελειοποίηση του πρακτικού σχεδιασμού. Στα βασικά επιτεύγματα της περιόδου αυτής περιλαμβάνονται η ανάπτυξη του σχεδίου εγχειριδίου κανόνων του συστήματος, η επιλογή παρόχων για τις συνιστώσες του ψηφιακού ευρώ και η επιτυχής λειτουργία μιας πλατφόρμας καινοτομίας για πειραματισμό με τους συμμετέχοντες στην αγορά.
Επιπλέον, μια τεχνική ομάδα εργασίας, υπό την αιγίδα της ΕΚΤ και του Συμβουλίου Λιανικών Πληρωμών σε Ευρώ (ERPB), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ψηφιακό ευρώ θα μπορούσε να προωθήσει τον ανταγωνισμό στην ευρωπαϊκή αγορά πληρωμών. Οι τράπεζες και οι πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών θα μπορούν να αξιοποιήσουν τα ανοικτά πρότυπά του για να επεκτείνουν την εμβέλειά τους και να συνδυάσουν το ψηφιακό ευρώ με υφιστάμενες λύσεις.
Η ΕΚΤ έχει ήδη παράσχει τεχνική συμβολή στους συννομοθέτες, καταδεικνύοντας ότι το κόστος για τις τράπεζες θα είναι περιορισμένο, παρόμοιο με αυτό της εφαρμογής της Οδηγίας για τις Υπηρεσίες Πληρωμών (PSD). Επίσης, επιβεβαιώθηκε ότι οι ενσωματωμένες διασφαλίσεις, όπως τα όρια διακράτησης, θα αποτρέψουν κινδύνους για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Ψηφιακό ευρώ: Τι ζητούν μικροί έμποροι και ευάλωτοι καταναλωτές
Ως μέρος αυτής της διετούς φάσης προετοιμασίας, η ΕΚΤ ανέθεσε στην Ipsos να διεξαγάγει έρευνα στις 20 χώρες της ζώνης του ευρώ για να κατανοήσει τις ανάγκες, τις προτιμήσεις και τις προκλήσεις διαφόρων ομάδων χρηστών. Δύο ερευνητικοί άξονες διεξήχθησαν σε κάθε χώρα τον Δεκέμβριο του 2024.
Ο πρώτος άξονας περιλάμβανε ομάδες εστίασης με μικρούς εμπόρους, οι οποίοι ορίστηκαν ως ατομικοί επιχειρηματίες ή υπάλληλοι σε επιχειρήσεις με 1–7 υπαλλήλους με φυσικό ή/και διαδικτυακό κατάστημα, αντιπροσωπεύοντας ένα τμήμα που συχνά δεν εξυπηρετείται επαρκώς από τις πολύπλοκες υποδομές πληρωμών. Πραγματοποιήθηκαν δύο διαδικτυακές ομάδες εστίασης μεταξύ τεσσάρων μικρών εμπόρων σε κάθε μία από τις 20 χώρες της ζώνης του ευρώ για τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με τις μεθόδους πληρωμής που δέχονταν, τις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν με τις υπάρχουσες μεθόδους, τις προσδοκίες τους για πιθανές νέες μεθόδους και την αντίληψή τους για το ψηφιακό ευρώ.
Ο δεύτερος άξονας περιλάμβανε συνεντεύξεις με ευάλωτους καταναλωτές, οι οποίοι ορίστηκαν βάσει των διαστάσεων ευπάθειας που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτές οι διαστάσεις περιλάμβαναν την περιορισμένη ικανότητα μεγιστοποίησης της ευημερίας του ατόμου, τη δυσκολία λήψης ή αφομοίωσης πληροφοριών, την μειωμένη ικανότητα αγοράς, επιλογής ή πρόσβασης σε κατάλληλα προϊόντα, και τη μεγαλύτερη ευαισθησία σε ορισμένες πρακτικές μάρκετινγκ.
Τα ευρήματα υπογράμμισαν τις δυνατότητες αποδοχής του ψηφιακού ευρώ μεταξύ των μικρών εμπόρων και των ευάλωτων καταναλωτών. Συνολικά, οι συμμετέχοντες αντέδρασαν θετικά στα χαρακτηριστικά που πρόκειται να συμπεριληφθούν ως μέρος του ψηφιακού ευρώ και γενικά εξέφρασαν εμπιστοσύνη στην εισαγωγή μιας νέας μεθόδου πληρωμής από καθιερωμένες τράπεζες ή/και δημόσιους φορείς, όπως οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες και η ΕΚΤ.
Τα βασικά ευρήματα από τις ομάδες εστίασης με μικρούς εμπόρους έδειξαν ότι οι κύριοι παράγοντες για την αποδοχή μιας μεθόδου πληρωμής ήταν η προτίμηση του πελάτη και οι χαμηλές χρεώσεις, ενώ η διοικητική αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια ήταν επίσης σημαντικές. Η προσφορά ευρέος φάσματος μεθόδων πληρωμής παρείχε στους μικρούς εμπόρους αίσθημα ασφάλειας, παρέχοντας εναλλακτικές επιλογές για την ολοκλήρωση συναλλαγών σε περίπτωση διακοπής πληρωμών, όπως η έλλειψη σύνδεσης στο διαδίκτυο. Συνολικά, οι μικροί έμποροι προτιμούσαν να έχουν έναν ενιαίο πάροχο υπηρεσιών πληρωμών για να μειώσουν τον διοικητικό φόρτο.
Τα τρέχοντα κύρια «σημεία πόνου» των μικρών εμπόρων σε σχέση με τις αποδεκτές μεθόδους πληρωμής περιλάμβαναν υψηλό κόστος, τεχνικές δυσλειτουργίες, ιδίως ζητήματα συνδεσιμότητας, και διοικητικό φόρτο, για παράδειγμα λόγω του εκτεταμένου χρονικού διαστήματος μεταξύ της αγοράς ενός πελάτη και της στιγμής που τα χρήματα καθίστανται διαθέσιμα στον έμπορο. Οι μικροί έμποροι ήταν γενικά συγκρατημένα αισιόδοξοι για το ψηφιακό ευρώ. Εκτίμησαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως η λειτουργία εκτός σύνδεσης, η άμεση εκκαθάριση και η δυνατότητά του να χρησιμεύσει ως εργαλείο για τη διαπραγμάτευση καλύτερων όρων με τους παρόχους υπηρεσιών πληρωμών τους, μειώνοντας πιθανώς τις χρεώσεις. Ο ρόλος της ΕΚΤ ως εκδότη του ψηφιακού ευρώ αύξησε την εμπιστοσύνη των μικρών εμπόρων στη μέθοδο πληρωμής, καθώς θεωρήθηκε εγγύηση υψηλών επιπέδων ασφάλειας για τις συναλλαγές.
Αντίστοιχα, τα βασικά ευρήματα από τις συνεντεύξεις με ευάλωτους καταναλωτές έδειξαν ότι ανέφεραν τη χρήση ενός συνδυασμού μεθόδων πληρωμής, κυρίως χρεωστικών/πιστωτικών καρτών, μετρητών και ψηφιακών πορτοφολιών. Σε όλες τις μεθόδους, οι ευάλωτοι καταναλωτές εκτιμούσαν την ασφάλεια, την ευκολία χρήσης, την αξιοπιστία και τον έλεγχο, καθώς και την αποδοχή σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, την παρακολούθηση των δαπανών σε πραγματικό χρόνο και μια απλή, διαισθητική εμπειρία χρήστη.
Τα βασικά «σημεία πόνου» που αναφέρθηκαν περιλάμβαναν ανησυχίες για κλοπή, απώλεια και απάτη, ζητήματα διαθεσιμότητας και αποδοχής, όπως η περιστασιακή άρνηση πληρωμών με μετρητά ή κάρτες από εμπόρους, ζητήματα χρηστικότητας, όπως το μικρό μέγεθος γραμματοσειράς σε εφαρμογές mobile banking, και τεχνικές βλάβες του συστήματος. Οι συμμετέχοντες μεγαλύτερης ηλικίας και όσοι είχαν χαμηλότερες ψηφιακές δεξιότητες ανέφεραν επίσης ζητήματα με την παρακολούθηση του προϋπολογισμού και με τη ρύθμιση και διαχείριση ψηφιακών μεθόδων πληρωμής.
Οι ευάλωτοι καταναλωτές εντόπισαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που θα καθιστούσαν ελκυστική μια νέα μέθοδο πληρωμής. Αυτά περιλάμβαναν την καθολική αποδοχή από όλους τους εμπόρους, την πανευρωπαϊκή κάλυψη και τη λειτουργία εκτός σύνδεσης σε περίπτωση χαμηλής συνδεσιμότητας. Η υποστήριξη κατά την έναρξη χρήσης, ειδικά η δια ζώσης βοήθεια σε τράπεζες και οι ευκολονόητες γραπτές οδηγίες, θεωρήθηκε κρίσιμη για την ενθάρρυνση της υιοθέτησης.
Η ιδανική μέθοδος πληρωμής για τους ευάλωτους καταναλωτές χαρακτηρίστηκε από αυξημένη ασφάλεια, ταχύτητα, απλότητα και διαισθητικότητα. Οι συμμετέχοντες μεγαλύτερης ηλικίας και οι λιγότερο εξοικειωμένοι με την τεχνολογία ανέφεραν επίσης την απουσία χρεώσεων και την ευκολία παρακολούθησης των δαπανών τους.
Αν και ήταν γενικά ικανοποιημένοι με τις τρέχουσες μεθόδους πληρωμής τους, οι ευάλωτοι καταναλωτές εξέφρασαν ενδιαφέρον για νέες μεθόδους, ειδικά εάν αυτές αντιμετώπιζαν ορισμένα από τα «σημεία πόνου» τους, συμπεριλαμβάνοντας τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά. Η κοινωνική επιρροή, ειδικά οι συστάσεις από φίλους και συγγενείς, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην προθυμία υιοθέτησης νέων μεθόδων πληρωμής.
Όσον αφορά τις προτιμήσεις παρόχων για νέες μεθόδους πληρωμής, προτιμήθηκαν οι ευρωπαϊκοί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών λόγω των αντιληπτά υψηλότερων προτύπων ασφάλειας δεδομένων και προστασίας των καταναλωτών. Οι ευάλωτοι καταναλωτές προτίμησαν μια καθιερωμένη τράπεζα ή έναν δημόσιο φορέα λόγω της αντιληπτής αξιοπιστίας τους.



