Η επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 250 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως έως το 2040, αντιμετωπίζοντας παράλληλα το «ενεργειακό τρίλημμα», δηλαδή την ανάγκη ισορροπίας μεταξύ κόστους, ασφάλειας και βιωσιμότητας. Αυτό αποτελεί το κεντρικό συμπέρασμα μιας νέας έκθεσης που δημοσίευσε η Schneider Electric, με τίτλο «Europe energy security and competitiveness – supercharging electrification». Η μελέτη προσδιορίζει τον εξηλεκτρισμό ως κρίσιμο παράγοντα για την οικονομική ανταγωνιστικότητα και την ενεργειακή ανεξαρτησία της ηπείρου.
Η έκθεση αναδεικνύει μια ανησυχητική στασιμότητα, καθώς το ποσοστό εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη παραμένει στο 21%, ένα ποσοστό που δεν έχει μεταβληθεί ουσιαστικά την τελευταία δεκαετία. Αυτή η στασιμότητα έρχεται σε άμεση αντίθεση με την πρόοδο της Κίνας, όπου το αντίστοιχο μερίδιο αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες την ίδια περίοδο, φτάνοντας σήμερα το 26-28%. Η Ευρώπη υστερεί σημαντικά των δικών της στόχων, οι οποίοι προβλέπουν μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας 32% έως το 2030 και 50% έως το 2040.
Η υστέρηση αυτή έχει άμεσο αντίκτυπο στο κόστος. Τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά καταβάλλουν κατά μέσο όρο 0,27 ευρώ ανά κιλοβατώρα, τη στιγμή που το αντίστοιχο κόστος στις ΗΠΑ είναι 0,15 ευρώ και στην Κίνα μόλις 0,08 ευρώ. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με την έκθεση, καθιστά το κόστος της καθημερινής κατανάλωσης ενέργειας για κάθε Ευρωπαίο πολίτη τριπλάσιο σε σχέση με τους Κινέζους πολίτες. Η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας επιβαρύνεται περαιτέρω από την υψηλή εξάρτηση από εισαγωγές, οι οποίες κοστίζουν 380 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, καθώς σχεδόν το 60% της ενεργειακής προμήθειας της ΕΕ προέρχεται από το εξωτερικό.
Πέρα από την ετήσια εξοικονόμηση των 250 δισ. ευρώ, η μελέτη εκτιμά ότι η επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού, σε συνδυασμό με πρωτοβουλίες των παραγωγών-καταναλωτών (prosumers), θα μπορούσε να δημιουργήσει έως και 1 εκατομμύριο νέες θέσεις εργασίας σε τοπικές βιομηχανίες. Η έκθεση τονίζει ότι το ανεκμετάλλευτο δυναμικό είναι τεράστιο, με την εν δυνάμει ενέργεια μόνο από τα φωτοβολταϊκά στις στέγες της ΕΕ να εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα 1.000 GW, μέγεθος που είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από την τρέχουσα εγκατεστημένη ισχύ.
Η έρευνα επισημαίνει, ωστόσο, ότι ο ρυθμός και η πρόοδος του εξηλεκτρισμού στην Ευρώπη διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα. Αυτό αποδίδεται σε παράγοντες όπως οι διαφορές στις υπάρχουσες υποδομές, στις εθνικές πολιτικές, στην ωριμότητα των αγορών και στην αποδοχή από τους καταναλωτές. Οι χώρες της Σκανδιναβίας, για παράδειγμα, έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στους τομείς των μεταφορών και των κτιρίων, οι χώρες της Νότιας Ευρώπης εμφανίζουν συχνά υψηλότερα ποσοστά εξηλεκτρισμού των κτιρίων, ενώ στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη παρατηρείται αυξημένη επένδυση στη βιομηχανική ηλεκτροκίνηση και στις πρωτοβουλίες των prosumers.
Για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων, η έκθεση εντοπίζει μια σειρά από κρίσιμους πολιτικούς μοχλούς. Αρχικά, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής καλούνται να μειώσουν τη διαφορά τιμής μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, καταργώντας σταδιακά τις επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα και μεταρρυθμίζοντας τη φορολογία ενέργειας, ώστε να ενθαρρύνεται η χρήση καθαρής ενέργειας. Εξίσου σημαντική κρίνεται η επιτάχυνση της χρηματοδότησης, μέσω της απλοποίησης της πρόσβασης σε επενδύσεις, της παροχής στοχευμένων κινήτρων, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και της διοχέτευσης των εσόδων από τα συστήματα εμπορίας εκπομπών και τα ταμεία καινοτομίας για έργα εξηλεκτρισμού.
Παράλληλα, η μελέτη τονίζει τη σημασία της δημιουργίας ισχυρών τοπικών αγορών. Αυτό περιλαμβάνει την υποχρεωτική εφαρμογή λύσεων εξηλεκτρισμού σε νέα κτίρια και βιομηχανικές διαδικασίες, την υποστήριξη της ταχείας εγκατάστασης αντλιών θερμότητας και ηλεκτρικών οχημάτων, καθώς και την ενίσχυση των πρωτοβουλιών των prosumers. Τέλος, προτείνεται η προώθηση της τοπικής ανάπτυξης μέσω βιώσιμων δημόσιων προμηθειών, η ταχεία θέσπιση προτύπων και η ενίσχυση της ευρωπαϊκής καινοτομίας και βιομηχανικής παραγωγής.
									 
					


